Οχι λίγοι είχαν περιγράψει μάλιστα, από νωρίς και με ακρίβεια, ορισμένα από τα συμπτώματά της, καθώς αυτά πλήθαιναν στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.
Από την «Ελλαδογραφία» του Νίκου Γκάτσου (1976) ώς το «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά (1987), και από τον «Γλωσσικό αφελληνισμό» του Γιάννη Καλιόρη (1984) ώς τους «Κωλοέλληνες» του Διονύση Σαββόπουλου (1989) -αναφέρω εδώ επίτηδες έργα εντελώς ετερόκλητα-, οι διαγνώσεις που προτάθηκαν συνέκλιναν.
Στρεβλός εκσυγχρονισμός, νόθος εξαστισμός και περιβαλλοντική υποβάθμιση, παραγωγική αποδιάρθρωση και δανειοδίαιτη ευμάρεια, αισθητικός εκχυδαϊσμός και παρακμή της παιδείας, λαϊκισμός, αναξιοκρατία, κομματισμός, διαφθορά: στα βασικά λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν.
Παρά ταύτα, στην πλειονότητά τους οι διαγνώσεις αυτές έμειναν μερικές, αποσπασματικές. Και αυτό διότι η περιγραφή ενός αρνητικού φαινομένου από μόνη της δεν επαρκεί.
Δύο ακόμη στοιχεία απαιτούνται για να της προσδώσουν πληρότητα.
Το πρώτο είναι η εύστοχη απόδοση του φαινομένου, εν προκειμένω η υπόδειξη των παραγόντων που οδήγησαν ώς αυτό.
Το δεύτερο, η ασφαλής μεσομακροπρόθεσμη πρόβλεψη για την εξέλιξή του.
Με την έννοια αυτή, την πληρέστερη ερμηνεία και περιγραφή της ελληνικής κρίσης την οφείλουμε στον Παναγιώτη Κονδύλη.
Ο Κονδύλης καταπιάστηκε με το ελληνικό πρόβλημα μόνο σποράδην, σε μια σειρά από κείμενά του δημοσιευμένα ως εισαγωγές ή επίμετρα στις ελληνικές εκδόσεις των βιβλίων του από το 1991 ώς το 1998.
Ομως η συνοχή των παρατηρήσεών του είναι τέτοια που έχει κανείς την εντύπωση ότι βρίσκεται εμπρός σε έργο συστηματικό.
Στον πυρήνα του προβλήματος, ο Κονδύλης εντοπίζει ό,τι αποκαλεί «καχεξία του αστικού στοιχείου».
Η χαλαρή κοινωνική συνομάδωση που ονομάστηκε ελληνική αστική τάξη, δεν κατόρθωσε ποτέ «να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό».
Χώρα με ασήμαντη θέση στον διεθνή καταμερισμό της υλικής και πνευματικής εργασίας, και επιπλέον υποπαραγωγική και χρονίως εξαρτημένη από την ξένη προστασία, η Ελλάδα ήταν επόμενο να διολισθήσει στον παρασιτισμό.
Ακόμη και η νεοελληνική ιδεολογία, ο τρόπος δηλαδή που κατανοούμε τον εαυτό μας, είναι εν μέρει προϊόν εισαγωγής.
Το ότι ο παράσιτος μπόρεσε επί τόσες δεκαετίες να είναι συγχρόνως και υπερκαταναλωτής, ο Κονδύλης το εξηγεί επικαλούμενος την ιστορική συγκυρία.
Διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, οργανισμοί όπως η Ατλαντική Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Ενωση δημιούργησαν για τις χώρες της Δύσης ένα θεσμικό και οικονομικό θερμοκήπιο εντός του οποίου η Ελλάδα κατέλαβε οιονεί θέση πτωχού πλην ομοτράπεζου συγγενούς.
Η εξωτερική βοήθεια από την εποχή του σχεδίου Μάρσαλ έως εκείνη των ποικιλώνυμων κοινοτικών «πακέτων» συνιστούσε κατά κάποιο τρόπο το υλικό αντίτιμο της γεωπολιτικής της νομιμοφροσύνης.
Μόνο που τα τεράστια αυτά ποσά σπανίως διατέθηκαν προς όφελος δραστηριοτήτων πράγματι παραγωγικών, αλλά το συνηθέστερο διέρρευσαν απευθείας στην ιδιωτική κατανάλωση.
Το ίδιο συνέβη με τον ιλιγγιώδη εξωτερικό δανεισμό της χώρας.
Το σύνολο σχεδόν της ελληνικής «ανάπτυξης» των τελευταίων δεκαετιών προέρχεται από την κατανάλωση, άρα από την αγοραία κατασπατάληση των ξένων μεταβιβάσεων και δανείων.
Σε οξεία αντίθεση προς όσους τείνουν να επιρρίπτουν την ευθύνη σε μία μόνο κοινωνική μερίδα (τους πολιτικούς, το κράτος, την «πλουτοκρατία», τη δημοσιοϋπαλληλία, τους ελεύθερους επαγγελματίες κ.ο.κ.), ο Κονδύλης μιλάει ευθέως για ένα «επαίσχυντο κοινωνικό συμβόλαιο».
Η νοοτροπία του παρασιτικού καταναλωτισμού, γράφει, αφορά τη «συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων».
Δεν έχουμε να κάνουμε με «έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα που παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του, συχνότατα και τα περιττώματά του».
Με τα δύο τρίτα των προϋπολογισμών του κράτους να κατευθύνονται επί δεκαετίες ολόκληρες σε μισθούς, συντάξεις και αγροτικές επιδοτήσεις, και με ένα επιπλέον 20% να διατίθεται για τοκοχρεολύσια, άρα εν πολλοίς για τον ίδιο σκοπό, η εκτίμηση αυτή του Κονδύλη είναι αμάχητη.
Το παράδοξο της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι ο παρασιτικός καταναλωτισμός μας ήταν οργανωμένος δημοκρατικά, η διανομή του ξένου χρήματος γινόταν με πνεύμα γνήσιας κοινωνικής δικαιοσύνης…
Ο Παναγιώτης Κονδύλης εκδήμησε το 1998, μια δεκαετία δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Ηδη όμως το 1992 διέβλεπε δύο πιθανές εξελίξεις.
Η νέα συγκυρία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, πίστευε, θα υποβάθμιζε τον ρόλο της Ελλάδας στους κόλπους της Δύσης.
Αυτό θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα τους εταίρους μας, αφενός μεν, στην άρνηση «να χρηματοδοτήσουν περαιτέρω τον ελληνικό παρασιτικό καταναλωτισμό, επιβάλλοντας στην ελληνική οικονομία αυστηρή δίαιτα εξυγιάνσεως και επαναφέροντας το ελληνικό βιοτικό επίπεδο στο ύψος που επιτρέπουν οι δυνατότητές της».
Αφετέρου δε, στην απόφαση να αγνοήσουν «ό,τι οι Ελληνες θεωρούν ως εθνικά τους δίκαια, υιοθετώντας στα αντίστοιχα ζητήματα είτε τη θέση των αντιπάλων της Ελλάδας είτε εν πάση περιπτώσει θέση σύμφωνη με τα δικά τους περιφερειακά συμφέροντα».
Με το Μνημόνιο της 8ης Μαΐου 2010, το πρώτο σκέλος της πρόβλεψης, η έξωθεν επιβεβλημένη «αυστηρή δίαιτα», επιβεβαιώθηκε πλήρως.
Το μέλλον θα δείξει αν το ίδιο θα ισχύσει και για την πορεία των εθνικών ζητημάτων.
(Ως βιβλιοκριτική επιλέχθηκε άρθρο του συγγραφέα Κώστα Κουτσουρέλη στη Καθημερινή)
strategyreport
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου