Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

ΚΥΠΡΟΣ, ΑΙΓΑΙΟ, ΘΡΑΚΗ: Λεπτές «κόκκινες γραμμές»




ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ Ν. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Ανάμεσα στο «χώρο των πιστών» και το «χώρο των απίστων» υπάρχει το «dar el harb». Είναι ο χώρος της αμφισβήτησης, ο χώρος της διεκδίκησης, ο χώρος –σε τελική ανάλυση– του πολέμου. Αυτό διδάσκει το Κοράνι. Και αυτό που διδάσκει το Κοράνι οι γείτονές μας το έκαναν βίωμα και στρατηγική. Η Κύπρος, το Αιγαίο, αλλά και η Θράκη, ολόκληρο το μέτωπο της ελληνοτουρκικής επαφής, αντιμετωπίζεται από τη γείτονα σαν ένα ευάλωτο «dar el harb». Είναι –πέρα πάσης αμφιβολίας– ένας χώρος που αμφισβητείται και βάλλεται αδιάκοπα από την αντίπερα όχθη. Με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία.
Η πρόσφατη ιστορική εμπειρία δεν επιτρέπει αμφισβητήσεις. Από το Νοέμβριο του 1973 –όταν η Τουρκία έθεσε, για πρώτη φορά, ζήτημα υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο– και κυρίως από τον Ιούλιο του 1974 –όταν εισέβαλε και κατέλαβε τη μισή Κύπρο– υπάρχει μια συνεχής διεύρυνση των αμφισβητήσεων, των αξιώσεων και των διεκδικήσεών της σε όλο το μήκος του ελληνοτουρκικού μετώπου. Με την εισβολή στην Κύπρο, με τις αλλεπάλληλες πολεμικές κρίσεις στο Αιγαίο, με την απειλή χρήσης βίας, με τις παραβάσεις στο FIR Αθηνών, αλλά και με τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, η Τουρκία εγείρει και συντηρεί μονομερείς διεκδικήσεις σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων και αποκλειστικών δικαιοδοσιών της Ελλάδας.

Υποχωρήσεις και «επιτεύγματα»!

Κορυφαία στιγμή του ελληνικού δράματος υπήρξε βέβαια η εισβολή και η κατάκτηση του 40% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν σταμάτησε, όμως, εκεί η επιθετικότητα και η διεκδικητικότητα της γείτονος. Αντιθέτως, μάλιστα! Η ομηρία της Κύπρου ενίσχυσε την εθνικιστική υπεροψία των Τούρκων και χρησιμοποιήθηκε για τον εκβιασμό του Ελληνισμού σε ολόκληρο το ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Μέσα από το άπρακτο πέρασμα των χρόνων, η εισβολή του ’74 προσέλαβε χαρακτηριστικά μόνιμης κατοχής και de facto διχοτόμησης. Συντελέστηκαν, στο μεταξύ –και εξακολουθούν να συντελούνται–, τα απάνθρωπα και αυτοτελώς διωκόμενα, κατά το Διεθνές Δίκαιο, εγκλήματα της εθνοκάθαρσης και του εποικισμού, χωρίς ποτέ να αναδειχθούν στις πραγματικές διαστάσεις τους.
Έγιναν, στο μεταξύ, και εξακολουθούν να γίνονται –σε κάθε κύκλο των λεγόμενων ενδοκυπριακών συνομιλιών– αλυσιδωτές μονομερείς υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, που έφτασαν ακόμη και στο σημείο να προβλέπουν εκ περιτροπής προεδρία. Το 18% του πληθυσμού αναγνωρίστηκε σαν πολιτικά ισότιμο με το 80%, αλλά οι κατοχικοί ηγέτες δεν ικανοποιούνται. Αρνούνται την αποχώρηση των εποίκων και αξιώνουν αναγνώριση των τετελεσμένων της εισβολής, της βίας και της κατοχής. Απαιτούν να καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και να δημιουργηθεί στη θέση της ένα συνεταιριστικό μόρφωμα, που θα τους παρέχει τη δυνατότητα να είναι κυρίαρχοι στα κατεχόμενα και συνεταίροι στα ελεύθερα κυπριακά εδάφη. Ένα μόρφωμα που δεν θα μπορεί να λειτουργήσει και, κατά συνέπεια, δεν θα αποτελεί λύση.
Στο μεταξύ, το άνοιγμα της γραμμής του Αττίλα, τον Απρίλιο του 2003 –γεγονός που πανηγυρίστηκε από την Αθήνα σαν δικό της μέγα επίτευγμα–, δρομολόγησε μια εκπληκτική οικοδομική δραστηριότητα στα Κατεχόμενα. Έπνιξε τις φωνές των Τουρκοκυπρίων, που είχαν ξεσηκωθεί και απαιτούσαν άμεση λύση. Ενίσχυσε το ψευδοκράτος, μέσα από την «de facto» αναγνώρισή του από τους ίδιους τους Ελληνοκύπριους, και συνέβαλε στην εδραίωση των τετελεσμένων της εισβολής.

Έξοδος προς τη θάλασσα

Αρνητικές για τα ελληνικά συμφέροντα υπήρξαν, σε όλο αυτό το διάστημα, και οι εξελίξεις στο Αιγαίο. Μπροστά στην πετρελαϊκή κρίση της περιόδου εκείνης, τις πληροφορίες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, τις ανησυχίες που προκαλούσε η Διεθνής Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας, οι Τούρκοι αποφάσισαν, το 1973, την έξοδό τους προς τη θάλασσα και δρομολόγησαν τη νέα στρατηγική τους με τη διεκδίκηση τμημάτων της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας που δεν τους ανήκουν. Ένα, μόλις, χρόνο αργότερα, πέρασαν στην απειλή πολέμου για να αποτρέψουν κάθε σκέψη επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων. Εκμεταλλεύτηκαν, αμέσως μετά, το χουντικό πραξικόπημα και κατέλαβαν τη μισή Κύπρο. Προχώρησαν, σχεδόν ταυτόχρονα, στη διεκδίκηση του FIR Αθηνών έως τη μέση του Αιγαίου, αλλά και στην αμφισβήτηση της έκτασης του εθνικού εναέριου χώρου. Έθεσαν, παράλληλα, θέμα αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών, αλλά και δημιουργίας ζώνης ασφάλειας για τα μικρασιατικά παράλια. Αξιοποίησαν, στο αμέσως επόμενο διάστημα, την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και, βάζοντας «βέτο» στην επανένταξή της, αφαίρεσαν από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία την ευθύνη για τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου στο πλαίσιο της Συμμαχίας.

Εγκατάλειψη ολόκληρης της υφαλοκρηπίδας

Αμέσως μετά την έξοδο του «Χόρα», το 1976, οι δύο πλευρές, Ελλάδα και Τουρκία, συνυπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης, με το οποίο δεσμεύονταν να αρχίσουν διάλογο για την παραπομπή της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αλλά και να απέχουν από κάθε δραστηριότητα που θα μπορούσε να δυσχεράνει τη διαπραγμάτευση. Δεσμεύτηκαν, έτσι, να απέχουν από κάθε έρευνα στην υφαλοκρηπίδα, αλλά μόνο στα επίδικα σημεία και μόνο για όσο θα διαρκούσε ο διάλογος.
Δεν επρόκειτο, όμως, να γίνει σεβαστό ούτε και αυτό. Προτού στεγνώσουν οι υπογραφές στο Πρακτικό της Βέρνης, οι Τούρκοι υπαναχώρησαν σε ό,τι αφορά το διάλογο, αλλά θέλησαν να κρατήσουν και να επεκτείνουν την κοινή δέσμευση για αποχή από κάθε έρευνα και κάθε πράξη εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας. Προκάλεσαν έτσι –αποφασισμένοι ακόμα και για πόλεμο– την κρίση του Μαρτίου του 1987 και ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση να δεσμευτεί πως δεν θα προχωρήσει σε καμιά έρευνα πέρα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Ανάγκασαν, δηλαδή, την Ελλάδα να εγκαταλείψει ολόκληρη την αιγαιακή υφαλοκρηπίδα, ακόμη και αυτή που δεν διεκδικούσαν και δεν θα μπορούσαν ποτέ να διεκδικήσουν. Κατάφεραν, έτσι, να παγώσουν τα δικαιώματα της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα και να αφαιρέσουν το οικονομικό πλεονέκτημα που παρείχε η δυνατότητα αξιοποίησης των αιγαιακών πλουτοπαραγωγικών πόρων.

Μονομερείς υποχωρήσεις

Μία δεκαετία αργότερα, στις αρχές του 1996, με την κρίση στα Ίμια, την κατάληψη ελληνικού εδάφους και την απειλή πολέμου, οι Τούρκοι προχώρησαν, για πρώτη φορά, στη διεκδίκηση ελληνικών εδαφών, αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία σε ένα ακαθόριστο αριθμό νησίδων και βραχονησίδων. Παρά τους αρχικούς παληκαρισμούς, η Αθήνα άλλαξε μέσα σε λίγο καιρό την έως τότε στρατηγική της και ακολούθησε την αμερικανική συνταγή της διμερούς προσέγγισης. Έτσι ακριβώς προχώρησε, τον Ιούλιο του 1997, στην κοινή Δήλωση της Μαδρίτης που αναγνώριζε «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Και, λίγο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1999, συνυπέγραψε την απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, που άνοιγε στη γείτονα το δρόμο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την αδόκιμη έκκληση να λύσει προηγουμένως τις «συνοριακές διαφορές» με τους γείτονές της.
Δύο χρόνια αργότερα, αφού συνυπέγραψαν σειρά συμφωνιών διμερούς συνεργασίας σε τομείς χαμηλής πολιτικής, οι δύο πλευρές δρομολόγησαν τις λεγόμενες διερευνητικές επαφές, διακηρύσσοντας ότι θα αφορούν αποκλειστικά και μόνο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός, με ρητές και αλλεπάλληλες δηλώσεις, διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει και δεν πρόκειται να συζητήσει καμιά άλλη διαφορά. Ακόμη πιο κατηγορηματικός ο τότε υπουργός Εξωτερικών και σημερινός πρωθυπουργός βεβαίωνε πως, εάν οι Τούρκοι έθεταν ζήτημα «γκρίζων ζωνών», η ελληνική πλευρά θα αποχωρούσε δίχως δεύτερη κουβέντα.
Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι, μέσα σε λίγο καιρό, έβαλαν στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών όλες τις συναφείς διεκδικήσεις τους. Έθεσαν, πρώτα απ’ όλα, ζήτημα χωρικών υδάτων, απαιτώντας να υπάρξει, πριν την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ρητή συμφωνία που θα απέκλειε οριστικά την επέκτασή τους στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Αξίωσαν, επίσης, προδικαστική δέσμευση της Ελλάδας για μόνιμη εγκατάλειψη του δικαιώματός της να καθιερώσει Συνορεύουσα Ζώνη και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Απαίτησαν, ταυτόχρονα, να παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο και οι ισχυρισμοί τους για δήθεν «γκρίζες ζώνες». Όπως και η αξίωσή τους για τον περιορισμό της έκτασης του εθνικού εναέριου χώρου.

Διαπραγματεύσεις στην πιο δύσκολη ώρα

Οι διαπραγματεύσεις εκείνες έφτασαν, στα τέλη του 2003, σε ακτίνα συμφωνίας, αλλά δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωσή τους, καθώς παρέμεναν σε εκκρεμότητα κρίσιμα ζητήματα για τα οποία απαιτούνταν πολιτικές αποφάσεις. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δίστασε να προχωρήσει, καθώς εκτιμούσε πως η συμφωνία που είχε βάλει στα σκαριά δεν μπορούσε να εγκριθεί από τη Βουλή. Οι συνομιλίες, από το σημείο εκείνο, καθηλώθηκαν και το αδιέξοδο συνεχίστηκε στα επόμενα πεντέμισι χρόνια.
Το δρόμο της συνέχειας ξανάνοιξε ο σημερινός πρωθυπουργός, σπεύδοντας –αμέσως μετά τις εκλογές– στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του. Αντηλλάγησαν, κατόπιν, σχετικές επιστολές και οι συνομιλίες ξανάρχισαν τον περασμένο μήνα, πιάνοντας το νήμα –όπως δήλωσε ο υπουργός αναπληρωτής Εξωτερικών– από εκεί που το άφησαν το 2003.
Σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση βεβαιώνει και πάλι ότι οι συνομιλίες θα αφορούν αποκλειστικά και μόνο την υφαλοκρηπίδα. Είναι, ωστόσο, περισσότερο από βέβαιο ότι οι Τούρκοι σκοπεύουν να ξαναβάλουν στο τραπέζι των παζαρεμάτων το σύνολο των αξιώσεων, των αμφισβητήσεων και των αυθαίρετων ισχυρισμών τους. Το είπε, άλλωστε, εμμέσως πλην σαφώς, ο Τούρκος πρωθυπουργός στην κοινή συνέντευξη με τον Έλληνα ομόλογό του και το επιβεβαιώνει ο αρμόδιος υπουργός, λέγοντας ότι οι διερευνητικές ξανάρχισαν από εκεί που έμειναν το 2003.
Την ίδια, ωστόσο, στιγμή –και δεν είναι καθόλου τυχαίο– οι Τούρκοι επαναφέρουν για μια ακόμη φορά την πρότασή τους για πενταμερή διάσκεψη σε ό,τι αφορά το Κυπριακό. Δείχνουν ξεκάθαρα ότι άμεσος στόχος τους είναι η αποδυνάμωση και τελικός σκοπός τους η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Εμφανής επίσης –το είδαμε στη Διάσκεψη των Ισλαμικών Κρατών, στη συνάντηση του Τούρκου πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο, αλλά και στις εδώ δηλώσεις του– είναι και η προσπάθεια των Τούρκων να αναδείξουν ζήτημα μειονότητας στη Θράκη και να το εντάξουν και αυτό στα διμερή παζαρέματα.
Πέρα απ’ όλα αυτά, εδώ και λίγους μήνες, οι Τούρκοι δείχνουν πως βιάζονται να πετύχουν απτά αποτελέσματα, σε όλα τα μέτωπα, από την Κύπρο έως το Αιγαίο και τη Θράκη. Εναρμονίζουν το λόγο τους σε αρχές για το «κοινό συμφέρον» και διακηρύσσουν πως είναι η ώρα να απομακρύνουμε τις εκατέρωθεν φοβίες, να χτίσουμε σχέσεις εμπιστοσύνης και να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε κοινή θάλασσα. Δεν λένε, ωστόσο, ούτε τι προτίθενται να συνεισφέρουν σε μια τέτοια κατεύθυνση ούτε ποιες από τις αυθαίρετες διεκδικήσεις τους είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν ούτε πόσο μπορούν να σεβαστούν τις ισχύουσες Συνθήκες, το Διεθνές Δίκαιο, το Κοινοτικό Κεκτημένο.
Αναμφίβολα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντελώς διαφορετική επικοινωνία της τουρκικής στρατηγικής. Δεν φαίνεται, όμως, καμιά ένδειξη διαφοροποίησης της πολιτικής τους σε κανένα μέτωπο. Ούτε σε ό,τι αφορά στις μειονότητες ούτε σε σχέση με τις διχοτομικές αξιώσεις τους στην Κύπρο ούτε σχετικά με τη διεκδικητική στρατηγική που ακολουθούν στο Αιγαίο. Μιλούν για το όραμα μιας κοινής θάλασσας και για να το πετύχουν απειλούν με πόλεμο! Ο ίδιος, άλλωστε, ο Τούρκος πρωθυπουργός, κατά την πρόσφατη απόβασή του στην Αθήνα, δεν δίστασε να επαναλάβει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η χώρα του δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την απειλή πολέμου, παρά μόνο την ώρα που η Ελλάδα θα εγκαταλείψει το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών της υδάτων.

Συνθήκες Βυζαντίου λίγο πριν την ώρα της άλωσης

Είμαστε, κατά συνέπεια, σήμερα, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση και οι εξελίξεις μπορεί να δρομολογηθούν ανά πάσα στιγμή. Προς τα πού, όμως, μπορεί να οδηγήσουν οι νέοι κύκλοι συνομιλιών που εγκαινιάστηκαν τόσο για την Κύπρο, όσο και για το Αιγαίο; Έως ποια σημεία μπορεί να υποχωρούν η Αθήνα και η Λευκωσία; Και ποιες είναι οι εναλλακτικές στο ενδεχόμενο ενός ακόμη αδιεξόδου;
Είναι βέβαια γεγονός –και αποδεικνύεται από τη σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν– ότι το πέρασμα του χρόνου λειτούργησε σε βάρος μας. Βέβαιο, επίσης, είναι ότι οι διαπραγματεύσεις που είχαμε έως σήμερα δεν απέδωσαν παρά μόνο υποχωρήσεις και παραχωρήσεις προς τη γείτονα. Υπήρξε, σε όλο αυτό το διάστημα, μια συνεχής ελληνική υποχώρηση, ολοένα και πιο πίσω από τις «κόκκινες γραμμές», που προβάλλονταν από καιρό σε καιρό. Από το δόγμα «δεν διεκδικούμε και δεν παραχωρούμε τίποτε», κρατήσαμε το πρώτο και παζαρεύουμε το δεύτερο.
Ακόμη πιο βέβαιο, όμως, είναι ότι, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα, είμαστε σήμερα στην πιο αδύναμη θέση που βρεθήκαμε ποτέ. Η χώρα έχει παραδώσει ένα σημαντικό τμήμα της ανεξαρτησίας της σε ξένους οργανισμούς. Οι διεθνείς πιέσεις εντείνονται. Οι δυνατότητες αντίστασης της κοινωνίας έχουν περιοριστεί. Ο εξ ανατολών κίνδυνος υποβαθμίζεται. Και αυτό την ώρα που δεν μπορεί να λησμονείται από κανέναν ότι ο πιο ο σοβαρός κίνδυνος είναι να αγνοούνται οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν μπροστά μας.
Ασφαλώς δεν είναι ώρα για παλικαρισμούς. Δεν ωφελούν τα μεγάλα και συνήθως κούφια λόγια. Σίγουρα, όμως, δεν είναι ώρα και για άλλα ξενόφερτα πακέτα. Και σε αυτό, τουλάχιστον, οφείλουμε να φανούμε προμηθείς και όχι επιμηθείς. Για να μην ανοίξουμε άλλη μια κερκόπορτα στη μοίρα του Ελληνισμού. Για να μην αφήσουμε να δημιουργηθούν –όπως κάποιοι απεργάζονται– συνθήκες Βυζαντίου, όμοιες με εκείνες που αναπτύχθηκαν λίγο πριν από την άλωση της Πόλης. Για να μην βιώσουμε, στο αμέσως επόμενο διάστημα, άλλη μια παράσταση ανεύθυνων θρηνωδών, για όσα μπορεί να κατασκευάζονται την ώρα αυτή.
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: