Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα οδήγησε σε νέα ύψη τη γεωπολιτική του ωμού συναισθηματισμού, που βασίζεται σε διακηρύξεις αγαθών προθέσεων και φιλικών συναισθημάτων. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό δεν είναι παρά το βελούδινο γάντι της σιδερένιας γροθιάς του τουρκικού ιμπεριαλισμού. Σημειολογικός πυρήνας αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «συναισθηματικό ιμπεριαλισμό» θα μπορούσε να είναι η δήλωση του Τούρκου πρωθυπουργού ότι «το Αιγαίο θα πρέπει να μας ενώνει και όχι να μας χωρίζει». Αυτή η τόσο ωραία δήλωση, όμως, θα είχε κάποιο νόημα αν το Αιγαίο ήταν ένα θαλάσσιο σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, μια «αδρανής» θαλάσσια έκταση χωρίς νησιά.
Το Αιγαίο, όμως, είναι μια σύνθετη αρχιπελαγική δομή, αποτελούμενη από πολλά επιμέρους νησιωτικά συμπλέγματα, τα οποία ανήκουν στην Ελλάδα. Δεδομένου δε ότι στην ανθρωπογεωγραφική ανάλυση η στεριά «κυριαρχεί» της θάλασσας, μια και στη στεριά κατοικούν οι άνθρωποι, τα αρχιπελάγη θεωρούνται στεριανές εκτάσεις και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν σύνορο που «ενώνει» ή «χωρίζει». Είτε ανήκουν κάπου είτε όχι. Αφού λοιπόν το αρχιπελαγικό σύμπλοκο του Αιγαίου ανήκει στο ελληνικό κράτος και κατοικείται από Έλληνες είναι τόσο απόλυτα, αναντίρρητα και αναμφισβήτητα ελληνικό όσο οποιοδήποτε άλλο σημείο της ελληνικής επικράτειας. Τόσο απλά. Όλα τα υπόλοιπα είναι εκ του πονηρού.
Με άλλα λόγια, η φράση «το Αιγαίο πρέπει να μας ενώνει και όχι να μας χωρίζει» κρύβει τόσο φιλική διάθεση από πλευράς Τουρκίας όσο αν η Αλβανία εξέφραζε την άποψη ότι «ο νομός Ιωαννίνων πρέπει να μας ενώνει και όχι να μας χωρίζει». Άρα, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός αναφέρεται σε «Αιγαίο που μας ενώνει» όχι μόνο δεν εκφέρει λόγο «ειρήνης και φιλίας», αντιθέτως απειλεί άμεσα την εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας και δεν αμφισβητεί απλώς ορισμένα κυριαρχικά δικαιώματά της.
Το ίδιο, φυσικά, πράττουν και τα τουρκικά πολεμικά πλοία που κατά καιρούς, διεξάγοντας αβλαβείς –ή όχι και τόσο αβλαβείς– διελεύσεις, φτάνουν έξω από τις ακτές της Αττικής. Αν και με το γράμμα του νόμου μπορεί να είναι νόμιμες ή περίπου νόμιμες, από γεωπολιτικής άποψης παρόμοιες ενέργειες είναι τόσο φιλικές όσο αν μια επιλαρχία βουλγαρικών ή σκοπιανών τεθωρακισμένων έμπαινε στο ελληνικό έδαφος και έφτανε έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Η αυτονόητη αυτή πραγματικότητα περί απόλυτης, αναντίρρητης και πλήρους κυριότητας του Αιγαίου από την Ελλάδα ήταν κάποτε κοινός τόπος για όλους τους Έλληνες. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, όμως, έχει τεθεί στο στόχαστρο από έναν πανίσχυρο εσωτερικό μηχανισμό αποτελούμενο από ειδικούς στο διεθνές δίκαιο –απλά εξετάζουν το θέμα νομικίστικα, αδιαφορώντας για τα ανθρωπογεωγραφικά δεδομένα του Αιγαίου– μέχρι «ρεαλιστές» διεθνολόγους – ωρύονται ότι η Τουρκία έχει «ζωτικά συμφέροντα» στο Αιγαίο. Οι τελευταίοι υποστηρίζουν περιπαθώς ότι δεν μπορεί μια χώρα που έχει εκατοντάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής στο Αιγαίο να είναι «εγκλωβισμένη» από τα ελληνικά νησιά.
Με βάση αυτή τη λογική, βέβαια, κάθε περίκλειστη χώρα που δεν έχει έξοδο στη θάλασσα δικαιούται να αμφισβητεί την ίδια την ύπαρξη της χώρας ή των χωρών που της κλείνουν την έξοδο αυτή. Παρεμπιπτόντως, άρα και τα Σκόπια έχουν δίκιο να αμφισβητούν την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας, αφού η Μακεδονία τούς κλείνει την έξοδο προς το Αιγαίο… Με άλλα λόγια, όλες αυτές οι θεωρίες στην πραγματικότητα εκφράζουν μηδενιστικό μίσος κατά της Ελλάδας και νομιμοποιούν κάθε είδους ιμπεριαλιστική διάθεση.
Όλες αυτές οι απόψεις, όμως, έχουν κυριαρχήσει στον εσωτερικό μηχανισμό εξουσίας και, δυστυχώς, τείνουν να κυριαρχήσουν και στην κοινή γνώμη. Οι συναισθηματικές κορόνες περί «Αιγαίου που μας ενώνει και δεν μας χωρίζει» είναι απλώς το τελευταίο στάδιο σε αυτό τον πολυδιάστατο μηχανισμό εθελοδουλίας, η οποία συνεπάγεται την αποδόμηση της ίδιας της εθνικής ταυτότητας. Και η εθνική ταυτότητα έχει ΚΑΙ γεωγραφική διάσταση.
Όποιοι έχουν διαβάσει το 1984 του Τζορτζ Όργουελ θα θυμούνται ότι το τελικό στάδιο του μηχανισμού ελέγχου του πανίσχυρου αστυνομικού κράτους που περιγράφεται σε αυτή την αντιουτοπία ήταν να κάνει τους αντιφρονούντες να αγαπήσουν το «Μεγάλο Αδελφό». Τηρουμένων των αναλογιών, αυτό συμβαίνει σήμερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στο πλαίσιο των οποίων δεν επιδιώκεται πλέον απλώς η ελληνική υποχωρητικότητα, αλλά η αποδοχή εκ μέρους μας ότι οι Τούρκοι έχουν δίκιο. Ή, έστω, κάποιο δίκιο.
Αν λοιπόν, η Τουρκία όχι μόνο έχει δίκιο στο Αιγαίο, αλλά το χρησιμοποιεί και με αγαθούς σκοπούς, για «να μας ενώσει», τότε πρέπει ακόμη περισσότερο να δώσουμε βάση στο «δίκιο» της. Με άλλα λόγια, να αγαπήσουμε το «Μεγάλο Αδελφό»…
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι ειδικός σε θέματα Γεωπολιτικής Ανάλυσης και Πολεμικών Τεχνολογιών. Διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου