Με διαχρονικά και οικουμενικά κριτήρια ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου την δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μια γνήσια αξίωση ελευθερίας.
Ήταν ο επιπλέον το τελευταίος ελληνικός αγώνας ελευθερίας, ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης.
Και επειδή σε ένα διεθνές σύστημα πλήρες αιτιών πολέμου και κυρίως πλήρες ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος, η ανεξαρτησία για κάθε κοινωνία ακόμη και όταν την κερδίσει απαιτείται να αγωνίζεται άγρυπνα και αδιάλειπτα για να την διασφαλίζει.
Για πολλούς στην Ελλάδα και στην Κύπρο αν και αυτό είναι αναγκαιότητα δεν είναι αυτονόητα δεδομένο.
ασική θέση που υιοθετούμε είναι ότι υπό τις συνθήκες των δύο πρώτων ρευστών δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου υπήρχαν οι προϋποθέσεις ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα οι σκοποί του οποίου αν υπήρχε μια ελληνική Υψηλή Στρατηγική θα μπορούσαν να είχαν εκπληρωθεί.
Εν τούτοις, από το 1945 μέχρι σήμερα το νεοελληνικό κράτος, σ’ αντίθεση με την Βρετανία και Τουρκία, ποτέ δεν διέθετε μια εθνική υψηλή στρατηγική.
Μια εθνική στρατηγική απαιτεί προϋποθέσεις. Ας αναφέρουμε μερικές από αυτές τις προϋποθέσεις:
Πρώτον, γρανιτένια και αδιατάραχτη προσκόλληση στο εθνικό συμφέρον, στις εθνικές μας κοσμοθεωρίες, στην ασυμβίβαστη υπεράσπιση ακόμη και της τελευταίας ίντσας της εθνικής επικράτειας που προσφέρει η διεθνής νομιμότητα, απόκτηση επαρκούς αποτρεπτικής ισχύος και αυτοθυσία αν κινδυνεύσει η εθνική ανεξαρτησία.
Δεύτερον, σωστή γνώση της φυσιογνωμίας, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος, βαθειά γνώση του άμεσου στρατηγικού περιβάλλοντος, των άλλων στρατηγικών περιβαλλόντων ιδιαίτερα του πεδίου της ηγεμονικής διαπάλης, των πολλών επιπέδων, στρωμάτων και ρευστών στρατηγικών κριτηρίων και παραγόντων.
Τρίτον, περίκλειστο σύστημα λήψης αποφάσεων που περιφρουρεί τους πολιτειακούς φορείς από έξωθεν διαβρώσεις και υπονομεύσεις, προσδιορισμό του εθνικού συμφέροντος και των ιεραρχήσεών τους, διαρκής σφυρηλάτηση κρίσιμης και δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής συνοχής και συναίνεσης στα πεδία των έσχατων λογικών του εθνικού συμφέροντος και αταλάντευτος αγώνας εκπλήρωσής του.
Τέταρτον, μιλώντας λογικά, ορθολογιστικά και εξ ανάγκης ασυμβίβαστα, διεθνισμός και εθνοκράτος ως θεσμός ελευθερίας είναι έννοιες και παραδοχές ασύμβατες.
Ο διεθνισμός κάθε απόχρωσης και κάθε εκδοχής αντιβαίνει στην ελεύθερη εθνική ύπαρξη, θρέφει την εξάρτηση, υπονομεύει το εθνικό συμφέρον και αντιβαίνει στα θέσφατα της υπέρτατης και έσχατης κοσμοθεωρίας της εθνικής ανεξαρτησίας.
Εξ αντικειμένου, τα διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα αποτελούν θανατηφόρο δηλητήριο κατά του κράτους και κατά της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή της ελευθερίας της κοινωνίας και εξ αντικειμένου λειτουργούν ανασταλτικά και αναιρετικά κατά κάθε αξίωσης συγκρότησης εθνικής στρατηγικής.
Αν λόγω συνήθειας και καθιερωμένων συμβατικών όρων κάποιοι νοιώθουν την ανάγκη να ταυτίζονται με κάποιο διεθνισμό, ας κατανοήσουν ότι αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο αγάπη προς την πατρίδα, την δημοκρατία, την ελευθερία και την ειρήνη με όρους διασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας. Εγγενώς έτσι ήταν πάντα ο κόσμος, έτσι είναι και έτσι πάντα θα είναι.
Πέμπτον, μια ευρεία και βαθειά κοινωνική συναίνεση για την εθνική στρατηγική ως έσχατη και υπέρτατη κοσμοθεωρητική παραδοχή είναι μια εξίσου σημαντική προϋπόθεση εθνικής στρατηγικής.
Η εθνική ανεξαρτησία για όλες τις κοινωνίες είναι η ελευθερία τους, δηλαδή, ότι πιο πολύτιμο διαθέτουν.
Όποιος απορεί για τα αίτια μπορεί να μάθει πολλά διαβάζοντας τα ποιήματα του 16χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, κατανοώντας, επίσης, τους βαθύτερους αιτιώδεις λόγους για τους οποίους ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος και η κυπριακή κοινωνία, το 2004 είπαν ένα ουρανομήκη ΟΧΙ στην υποδούλωσή τους.
Κάποιοι βέβαια, δυστυχώς ακαδημαϊκοί φορείς, με πολύ αρνητικά πρόσημα θεώρησαν σωστό να χαρακτηρίζουν τον Τάσσο Παπαδόπουλο ως «απορριπτικό» γιατί απόρριπτε την κατάργηση της ελευθερίας των κυπρίων. Τιμητικός θα έλεγα τίτλος, εν τέλει.
Είναι αναγκαίο να επιμείνω λίγο ακόμη για την παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας. Και αυτό αντίθετα με την συμβατική σοφία, δεν αποτελεί κάποια αξιολογική ιδεολογική στάση.
Πρώτον, η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας ή του «ιδεώδους της εθνικής ανεξαρτησίας» όπως ονομαζόταν στην κλασική εποχή, είναι πνευματικά σύμφυτη με την ύπαρξη μιας ανθρωπολογικά περιεκτικής και γι’ αυτό βιώσιμης κοινωνικής οντότητας.
Δεύτερον, η εθνική ανεξαρτησία αποτελεί τον υπέρτατο σκοπό της εθνικής στρατηγικής.
Επειδή όπως λέμε η στρατηγική είναι η συνάρτηση των μέσων με τους σκοπούς για να την εκπλήρωση του τελευταίου χωρίς υπέρτατο πνευματικό σκοπό μια εθνική στρατηγική προγραμματικά είναι κενή περιεχομένου, δηλαδή προγραμματικά ανύπαρκτη.
Εξ ου και το προηγηθέν επιχείρημα ότι ανεξαρτήτως χρώματος ή απόχρωσης επειδή ο διεθνισμός θεωρεί το έθνος και το εθνοκράτος αναλώσιμα και περιττά, περιττή είναι και η εθνική στρατηγική, γεγονός που οδηγεί τους διεθνιστές να συντάσσονται και να συμπράττουν με τα εκάστοτε διεθνιστικά μεταμφιεσμένα δόγματα των καθ’ έκαστη συγκυρία ηγεμονικών αξιώσεων.
Η εθνική ανεξαρτησία είναι υπέρτατη νομική, πολιτική, πνευματική και κοσμοθεωρητική παραδοχή διαχρονικά πανηγυρικά οικουμενικά επικυρωμένη.
Πάνω σ’ αυτή εξάλλου εδράζονται οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου. Πνευματικές ή φιλοσοφικές ρωγμές λογικά δεν είναι επιτρεπτές και αν υπάρχουν ροκανίζουν τόσο την εθνική στρατηγική όσο και την εθνική ανεξαρτησία.
Όταν οι κοινωνίες δεν την έχουν παλεύουν να την αποκτήσουν και όταν την αποκτήσουν είναι προ το συμφέρον τους να την διαφυλάττουν με όλα τα μέσα και με όποια θυσία και αν χρειαστεί.
Για την εθνική ανεξαρτησία έγινε και ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας.
Συμβουλή να αφήσεις το εθνοκράτος σου για να αγωνιστείς για την ενοποίηση του πλανήτη οποιουδήποτε είδους ή απόχρωσης, αποτελεί συνταγή κατακρημνίσματος.
Από καιρό, αντί χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής άξιας των προσδοκιών μας που εκπληρώνει τους εφικτούς εθνικούς σκοπούς κάθε συγκυρίας, έχουμε ένα νεφελώδες φάσμα εκλογικεύσεων περί «χαμένων ευκαιριών» το οποίο υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό.
Πολιτική και επιστημονική ύβρις και επωδός έπονται όταν κάθε φορά ο προτεινόμενος εθνικός θάνατος μεταμφιέζεται ως υποψήφια χαμένη ευκαιρία.
Αντί να ερμηνεύσουμε σωστά τα αίτια των λαθών του παρελθόντος τα οποία εμπόδισαν την επίτευξη των εφικτών σκοπών έχουμε ποταμούς ανορθολογικής πολιτικής σκέψης που συνοδεύονται με κάλεσμα για ευθανασία.
Σ’ αυτές τις αδιέξοδες συζητήσεις περί χαμένων δήθεν ευκαιριών κάθε διαδοχικής συγκυρίας το προγραμματικό ροκάνισμα των θέσεών μας αν και διαφορετικού περιεχομένου μορφικά είναι εν τούτοις πανομοιότυπο:
Λανθασμένες εκτιμήσεις για το διεθνές σύστημα, λανθασμένες εκτιμήσεις για τα όρια των δυνατοτήτων των διεθνών θεσμών –οι οποίοι στην διεθνή πολιτική είναι νομοτελειακά εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος–, λανθασμένες εσχατολογικές διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες αφέλειες και ηγεμονικές εκλογικεύσεις για τον επικείμενο θάνατο του κράτους και την έλευση του ενός ή άλλου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου πλανητικού παραδείσου.
Τέτοιοι ανορθολογισμοί ήδη μας προκάλεσαν γιγαντιαίες ζημιές στην Ελλάδα και στην Κύπρο επειδή η διπλωματία μας σε διαδοχικές κομβικές στιγμές στηρίχθηκε πάνω στην ακραία λανθασμένη υπόθεση πως αντί ισορροπίας με κάθε φίλο ή αντίπαλο τα διακρατικά προβλήματα θα αντιμετωπιστούν, δήθεν, με αισθητικά κριτήρια και διαπροσωπικές σχέσεις.
Προσεγγίσεις μάλιστα που σε όλες τις φάσεις που εξετάζουμε, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι εμπλουτισμένες με άφθονη προπαγάνδα και λαϊκίστικο κτίσιμο προσδοκιών, ψευτοδιλήμματα πόλεμος ή ειρήνη και καλλιέργεια ευσεβών πόθων και ψευδαισθήσεων.
Πολλοί συχνά αμφισβητούν την σκοπιμότητα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των κυπρίων.
Σφάλλουν βαθύτατα. Μπορούμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη πολιτική διαχείρισή του ή να είχαμε σχεδιάσει μια στρατηγική καλύτερης σύνδεσης εναλλακτικών βαθμίδων ένοπλου αγώνα με τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα και άλλο να ειπωθεί η ανιστόρητη θέση ότι ο αγώνας ήταν περιττός ή αχρείαστος.
Το κριτήριο της νομιμοποίησης μιας πολιτικής πράξης στην διεθνή πολιτική ενέχει μεγάλη σημασία και στην ιστορική συγκυρία που έγινε ο κυπριακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας η νομιμοποίησή του ήταν άφθονη.
Το ερώτημα όπως υπαινιχθήκαμε μόλις είναι εάν έτυχε σωστής διπλωματικής διαχείρισης και αν όχι γιατί;
Η αξίωση αυτοδιάθεσης των κυπρίων τον 20ό αιώνα ήταν υπαρξιακού χαρακτήρα, θεμελιώδης, αναπόφευκτη και για αντικειμενικούς ιστορικούς λόγους εντός εφικτών ορίων.
Επιτυχία απαιτούσε μεγιστοποίηση των νομικών, πολιτικών, κοσμοθεωρητικών και διεθνοπολιτικών ερεισμάτων που διαθέταμε στην μεταπολεμική συγκυρία.
Το κύμα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων δεν είναι ο μόνος παράγων που νομιμοποιούσε ένα αγώνα ελευθερίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
Ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ού αιώνα ήταν επίσης η φάση εκπνοής της αποικιακής εποχής και η αφετηρία του σύγχρονου πλανητικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Μπορεί αναρίθμητοι Έλληνες και όχι μόνον να παρασύρθηκαν στην διεθνιστική και κοσμοπολίτικη ρητορεία του τεχνητού, επίπλαστου και κίβδηλου Ψυχρού Πολέμου όταν οι εκατέρωθεν ηγεμονικές δυνάμεις μεταμφίεσαν τα συμφέροντά τους με ψεύτικα κοσμοϊστορικά σχέδια, πλην η ιστορική εξέλιξη αν και με σκαμπανεβάσματα συνεχίστηκε.
Απλά, αν και εντυπωσιακός και καταστροφικός, ο Ψυχρός Πόλεμος αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του των διεθνιστικοϋλιστικών δογμάτων και των ηγεμονισμών που αφετηρία είχαν τον 17ο αιώνα και που συμβολικά εξέπνευσαν το 1990. Πολλοί βέβαια λόγω κεκτημένης ταχύτητας ακόμη τον βιώνουν.
Η καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας που άρχισε με την πτώση της Βυζαντινής Οικουμένης και στην συνέχεια την έλευση των υλιστικών δογμάτων οδήγησε εν μέσω αντιφάσεων και καταστροφών στην αποικιοκρατία, στον ηγεμονισμό και στην μεταβατική επίφαση του Ψυχρού Πολέμου που τερματίστηκε το 1990.
Τον 20ο αιώνα και πολύ περισσότερο στις απαρχές του 21ου αιώνα η εθνική ανθρωπολογία εισέρευσε ξανά ορμητικά ως ο διαμορφωτικός παράγων του πολιτικού γίγνεσθαι.
Αυτή η αλλαγή παραδείγματος αφορά τα εννέα τουλάχιστον δέκατα των ανθρώπων του πλανήτη αν όχι το σύνολο, αν συμπεριλάβουμε τα έθνη της Δύσης οι κοινωνίες των οποίων μάλλον κινούνται και αυτές ερήμην των ταρακουνημένων και αποτυχημένων πολιτικών και διανοητικών ελίτ.
Η τάση είναι πανίσχυρη. Αφήνοντας κάποια πολιτικά και πνευματικά ελίτ να αναμασούν δόγματα παρωχημένων φιλελεύθερων και μαρξιστικών υλισμών ή φασιστικών κολεκτιβισμών, οι άνθρωποι στο επίπεδο των κοινωνικών οντοτήτων διαρκώς συγκροτούνται πολιτικά σύμφωνα με την ιστορικά διαμορφωμένη εθνική ανθρωπολογική τους υπόσταση.
Όποιος απορεί για τα αίτια, επαναλαμβάνω, μπορεί να μάθει πολλά διαβάζοντας τα ποιήματα του 16χρονου Ευαγόρα Παλληκαρίδη και κατανοώντας το ΟΧΙ των Κυπρίων κατά της υποδούλωσής τους το 2004.
Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες διαμόρφωσαν την πρώτη μεγάλη μετά-αποικιακή καταστατική δομή:
Συνέτειναν στην νομικοθεσμική και κοσμοθεωρητική επικύρωση μιας οντολογικής πλέον πραγματικότητας που αναδείκνυε το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα που εδράζεται πάνω στις κοινή για όλες τις κοινωνίες, υψηλή κοσμοθεωρητική αρχή της Εθνικής Ανεξαρτησίας ως μετά-Αποικιακού τρόπου ζωής. Νομικοπολιτικά αυτό ενσαρκώνουν και οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου.
Συνοψίζοντας αυτή την καίρια πτυχή τονίζουμε ότι η πριν το 1974 φάση αποτελείτο από δύο μεταβατικές εποχές και η Κύπρος πάτησε μέσα σε αμφότερες:
Η πρώτη μεταβατική εποχή ήταν η φάση των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που προκάλεσε την γένεση δύο εκατοντάδων ανεξάρτητων κρατών.
Η δεύτερη μεταβατική εποχή αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκλώβισε τα κράτη αυτά αλλά και όλο τον πλανήτη μέσα στον εξίσου μεταβατικό Ψυχρό Πόλεμο κατά την διάρκεια του οποίου διεξάχθηκε η επίπλαστη δήθεν ιδεολογική διαπάλη Ανατολής-Δύσης.
Οι Έλληνες της Κύπρου με την σύμπνοια των Ελλήνων της μητροπολιτικής Ελλάδας –και ανεξαρτήτως αδυναμιών της τελευταίας στο επίπεδο της πολιτικής διακυβέρνησης– ήταν σωστό και ιστορικά αναπόδραστο να διεκδικήσουν αυτοδιάθεση πριν ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως γνωρίζουμε αυτό έκαναν.
Κύριος ανασταλτικός παράγοντας που σχεδόν προγραμματικά προδίκασε την αποτυχία αυτής της αναπόδραστης αξίωσης ελευθερίας ήταν το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία ήταν το πρώτο μεγάλο θύμα του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά τον άχαρο και αχρείαστο ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, η απορρέουσα εξάρτηση του νεοελληνικού κράτους έθρεψε τα εκατέρωθεν διεθνιστικά σύνδρομα, δίχασε την ελληνική κοινωνία και κατέστησε, βασικά μέχρι και σήμερα ανέφικτη την συγκρότηση μιας εθνικής στρατηγικής που θα δικαίωνε την Κύπρο και θα διασφάλιζε την ελληνική επικράτεια σύμφωνα με τις Συνθήκες και την διεθνή νομιμότητα.
Στην συνέχεια, για αυτούς κυρίως τους λόγους αλλά και εκ του γεγονότος ότι ο Ψυχρός Πόλεμος βάθαινε ολοένα και περισσότερο η εξάρτηση της μητροπολιτικής Ελλάδας περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την πολιτική διαχείριση του αγώνα ελευθερίας.
Δυνατότητες και ευκαιρίες εκμετάλλευσης των κυμάνσεων του Ψυχρού Πολέμου για να επιτύχει ο αγώνας υπήρχαν πολλές.
Στις εισηγήσεις που προηγήθηκαν, για παράδειγμα, καταδείχθηκε ότι ένας εξεζητημένος δυτικός προσανατολισμός κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960 θα μπορούσε να επιτύχει πολλά και ίσως την πλήρη αυτοδιάθεση.
Λόγω των πιο πάνω και πολλών άλλων παραγόντων, το κεκτημένο της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά το 1960 ήταν αρκετά εύθραυστο λόγω ύπουλων διαιρετικών συνταγματικών στοιχείων και η συνεχιζόμενη απουσία στρατηγικής διαχείρισης κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε από το την μια αντίφαση στην άλλη και από το ένα αδιέξοδο στο άλλο.
Εξωτερικές εξαρτήσεις, ιδεολογική διάβρωση, πνευματικό ροκάνισμα, λάθη οφειλόμενα σε πάγια ελλείμματα κατανόησης της διεθνούς πολιτικής, έξωθεν υποκινούμενες πολιτικά εγκληματικές στάσεις όπως το πραξικόπημα του 1974 ή η υποστήριξη του εγκληματικού σχεδίου Αναν μας φέρνουν στο σημερινό εξαιρετικά δύσκολο σταυροδρόμι.
Εν τούτοις, επειδή Ιδιαίτερα όταν τα ζητήματα που τίθενται είναι ζωής και θανάτου, δημοκρατίας και ελευθερίας, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι στην διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν ανέφικτοι σκοποί παρά μόνο δύσκολοι στόχοι.
Στην μια πλευρά είναι η πεπατημένη του κατευνασμού.
Στην άλλη είναι η επιδίωξη του μόνου εφικτού σκοπού, δηλαδή μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού με γρανιτένια προσκόλληση στις υψηλές αρχές της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας που τις ενσαρκώνει.
Το ζήτημα στην εξωτερική πολιτική δεν είναι το κατά πόσο σε κάθε ιστορική συγκυρία θα περιπίπτουμε σε μοιρολατρία για παρελθούσες δήθεν «χαμένες ευκαιρίες» αλλά το κατά πόσο στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία θα επιτυγχάνεται το εφικτό με σωστή διαχείριση όλων των μέσων που διαθέτουμε χωρίς ποτέ να επιτρέπεται να δρασκελίσουμε κόκκινες γραμμές.
Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε ιστορική στιγμή το ζητούμενο είναι η εκπλήρωση του μέγιστου εφικτού εθνικού συμφέροντος χρησιμοποιώντας την βέλτιστη υψηλή στρατηγική.
Όταν αυτό δεν συμβαίνει μεμφόμαστε την λανθασμένη στρατηγική και όχι τον μέγιστο εφικτό σκοπό που λόγω λαθών και παραλείψεών μας δεν εκπληρώθηκε.
Διατυπώνουμε επίσης πορίσματα για το πώς δεν θα επαναληφθούν τα λάθη.
Συμπεραίνω λοιπόν λέγοντας ότι τα προβλήματα της εθνικής στρατηγικής που απαιτεί βέλτιστη χρήση των μέσων που διαθέτουμε για να εκπληρώσουμε τον εφικτό σκοπό της κάθε ιστορικής συγκυρίας, έχουν τρις κύριες διαστάσεις.
Πρώτον, την ευρεία διάδοση διεθνιστικών δογμάτων που διαποτίζουν την ελλαδική και κυπριακή κοινωνία αναιρώντας προγραμματικά κάθε αξίωση χάραξης Υψηλής εθνικής στρατηγικής.
Δεύτερον, την συνεπαγόμενη διαχρονικά ξένη εξάρτηση που περιορίζει τόσο την εθνική ανεξαρτησία όσο και την ανεξάρτητη πολιτειακή δράση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής.
Τρίτον, ιδιαίτερα την ύστερη εποχή, την εκτεταμένη διείσδυση στο πολιτικό, επικοινωνιακό και πνευματικό πεδίο διεθνικών δρώντων οι οποίοι αν και επενεργούν διανεμητικά δεν υπόκεινται στον παραμικρό δημοκρατικό έλεγχο.
Στο εσωτερικό του πιο σκληρού πυρήνα λήψης αποφάσεων, για παράδειγμα, δεν μπορούν να ακούονται τα πιο ανορθολογικά και παράλογα πράγματα και η λόγω επιστημονικής μεταμφίεσης να γίνονται πιστευτά από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία.
Αυτό εν τούτοις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών που διαβρώθηκε όχι μόνο λόγω παρακμής της ακαδημαϊκής πολιτικής σκέψης αλλά λόγω και εκτεταμένης σε όλα τα επίπεδα του ελληνικού πολιτικού και πνευματικού σκηνικού διείσδυσης ενός περίεργου μίγματος πολιτικά και κοινωνικά ανεξέλεγκτων φορέων επιστημονικών τίτλων, ενός ακόμη πιο περίεργου μίγματος διεθνικών δρώντων και λιγότερο ή περισσότερο πονηρών μελών που εκτείνονται από πολυεθνικές επιχειρήσεις και χρηματοοικονομικούς δρώντες μέχρι «πρώην» στελέχη των κυβερνήσεων και των «υπηρεσιών» ξένων κρατών.
Ένας στοιχειώδης ιστορικοπολιτικός απολογισμός της περιόδου 1945 μέχρι 1974 αλλά πανομοιότυπα από το 1974 μέχρι σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αίτια, αιτιώδεις σχέσεις και αιτιατά συμπλέκονται με ένα τρόπο που δεν είναι καθόλου τυχαίος:
• Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα.
• Δεν είναι τυχαίο ότι άβουλα, αμελέτητα, απονενοημένα και προς μεγάλη έκπληξη των Άγγλων, όπως έγραψε ο Μακμίλλαν προσήλθαμε στην τριμερή διάσκεψη το 1955.
• Δεν είναι τυχαίο ότι η κυπριακή αριστερά διαιρέθηκε στον αγώνα ελευθερίας των κυπρίων.
• Δεν είναι τυχαίο ότι ετοιμαζόμενοι για ένα μεγάλο αγώνα ελευθερίας δεν συνεκτιμήσαμε δεόντως τις παραμέτρους του Ψυχρού Πολέμου αλλά και των παραμέτρων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής της δεκαετίας του 1950 και 1960.
• Δεν είναι τυχαίο ότι αλλοπρόσαλλα την ίδια στιγμή που η Κύπρος ήταν κατειλημμένη από δυνάμεις του ΝΑΤΟ αρχές της δεκαετίας του 1960 στραφήκαμε προς την Σοβιετική Ένωση.
• Δεν είναι τυχαίο ότι εύκολα οι αμερικανικές υπηρεσίες διείσδυσαν σε όλο το πολιτικό φάσμα πριν και μετά την ξενόφερτη χούντα του 1967.
• Δεν είναι τυχαίο το ότι στο πλαίσιο μιας αχρείαστα υπερβολικής ταύτισης με τους αδέσμευτους δόθηκε δυσανάλογη σημασία στην ΓΣ του ΟΗΕ.
• Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τάχθηκαν υπέρ των καταχρηστικών ηγεμονικών επεμβάσεων μετά το 1990 συμβάλλοντας στην αναστάτωση της περιφέρειάς μας και δημιουργώντας προϋποθέσεις διείσδυσης στις δικές μας υποθέσεις.
• Δεν είναι τυχαίο ότι χάσαμε το τραίνο της ΕΕ επειδή την είδαμε διεθνιστικά και όχι όπως είναι, εθνοκρατοκεντρικά.
• Δεν είναι τυχαίο ότι ουκ ολίγοι ακούοντας την έννοια «έθνος» παθαίνουν πνευματική και πολιτική αλλεργία με τα τρόπο που ακυρώνει τα πνευματικά, πολιτικά, πολιτισμικά και στρατηγικά μας ερείσματα.
• Δεν είναι τυχαίο ότι μη κυβερνητικές διεθνικές οργανώσεις καλλιέργησαν την εικόνα ενός ανθόσπαρτου πλανήτη προσανατολίζοντας την Ελλάδα προς τον κρημνό, καταπολεμώντας την πορεία της Κύπρου προς την ΕΕ, αντικρούοντας ή και καταπολεμώντας την πολιτική αξιόπιστης εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
• Δεν είναι τυχαίο ότι πείστηκαν οι κυβερνούσες πολιτικές ηγεσίες πως με κατευνασμό και δη στηριζόμενο σε αισθητικές και διαπροσωπικές φιλικές σχέσεις θα αντιμετωπιστεί η τουρκική απειλή.
• Δεν είναι τυχαίο ότι η εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος επιβίωσης με μια υπεύθυνη αποτροπή συχνά εξυβρίστηκε ως εθνικιστική θέση.
• Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί τελικά θεωρήθηκε φυσιολογικό να μιλάμε για νομιμοποίηση των τετελεσμένων στην Κύπρο και απάρνηση άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προσφέρει η διεθνής νομιμότητα στο Αιγαίο και στην Λεβαντίνη.
• Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια γραμμή σκέψης υποστήριξε πως το 1955-59 οι άγγλοι αποικιοκράτες εφάρμοζαν πολιτική προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
• Δεν είναι τυχαίο ότι επειδή όπως είπαν οι Ρωμαίοι scripta manent πολλοί εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα.
Αντί όμως να δηλώσουν ένα τίμιο ουρανομήκη mea culpa επειδή για παράδειγμα συμπράττοντας με τους εχθρούς της ελευθερίας και της Ελλάδας εκθείασαν το παράνομο και καταχρηστικό σχέδιο Ανάν, ζητούν και τα ρέστα.
• Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα ουκ ολίγοι είναι έτοιμοι να κάνουν άλμα στο κενό με την κατάργηση της ΚΔ και την κατασκευή μιας πολιτειακής διαστροφής άνευ προηγουμένου που αναιρεί κεκτημένα πέντε χιλιάδων χρόνων διαδρομής του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων.
Καταληκτικά, ο μόνος λογικός και σωστός σκοπός πριν και μετά το 1974 ήταν η αυτοδιάθεση.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, στο πλαίσιο της Κυπριακής Δημοκρατίας που μόνο αν είναι ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να επιβιώσει χωρίς να καταστεί εστία συγκρούσεων και θανάτου.
Νομικοπολιτικά, εξάλλου, αν η αυτοδιάθεση στην βάση του one man one vote ήταν βασική αρχή της από-αποικιοποίησης, ισχύει πλήρως στο εσωτερικό ενός κράτους δικαίου και της αναγκαίας και μη εξαιρετέας δημοκρατικής νομιμότητας.
Ποτέ δεν προσφερόταν ως βιώσιμη λύση και ποτέ δεν θα είναι αποτελέσει βιώσιμη επιλογή η συγκρότηση ενός διεστραμμένου πολιτειακού γάμου που θα διαιρέσει την κοινωνία σε ρατσιστική και φυλετική βάση. Είναι άλμα στο κενό.
Στην Κύπρο ο σκοπός είναι και σήμερα και ο ίδιος θα συνεχίσει να είναι μελλοντικά:
Η αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού. Οτιδήποτε πιο κάτω είναι αναπόδραστα καταστροφικό καθότι καταστέλλει τις ασυμβίβαστες έσχατες αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Αυτό τον σκοπό επιδιώξαμε το 1955 και ο ίδιος σκοπός παραμένει και σήμερα.
Όταν την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμεθα ας μην σφάλλουμε μετατρέποντάς την σε δήθεν αμάχητο επιχείρημα υπέρ αυτοχειριασμού
Τέλος ολοκληρώνοντας, θέλω να αναφερθώ στην χθεσινή παραδοχή μεγάλου σφάλματος στελέχους του ΕΛΙΑΜΕΠ επειδή, όπως μας είπε, σε συνομιλία του με τον Γιάννη Κρανιδιώτη δεν είχε πειστεί ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν σημαντική και σωστή διπλωματική επιλογή.
Πάγια θέση μου όπως είναι γνωστό είναι πως η παραδοχή λάθους στο επιστημονικό πεδίο τιμά δεν προσβάλλει τον δηλώνοντα και πως τέτοιες πρακτικές αποτελούν προϋπόθεση επιστημονικής προόδου.
Πλην έλεος, ας μην υποβαθμίζουμε ένα ζήτημα γιγαντιαίων διαστάσεων σε κάποια συνομιλία με τον αείμνηστο Κρανιδιώτη. Από πολλά στελέχη απαιτείται ένα πολύ μεγάλο mea culpa.
Αν και για το θέμα αυτό έγραψα αρκετά και θα γράψω πολύ περισσότερα, είναι εδώ αναγκαίο να ειπωθούν έστω και δύο λόγια.
Πρώτον, δεν είναι ένα και δύο ή καμιά κουβέντες σε κανένα συνέδριο αλλά εκατοντάδες κείμενα, βιβλία, άρθρα, επιφυλλίδες για τα οποία κάποιοι από εμάς από το 1989 μέχρι και σήμερα απελπισμένα αναγκαζόμαστε να αναλώσουμε χιλιάδες ώρες για να τα αντικρούσουμε.
Εκατοντάδες κείμενα λοιπόν για τα οποία πριν λίγα χρόνια το ΕΛΙΑΜΕΠ πήρε μια επιστολή στην οποία τους πρότεινα να συγκροτηθεί επιστημονική ομάδα που θα χρηματοδοτήσει το ίδιο μιας και εύπορο, για να προχωρήσουμε σε μια ενδελεχή και αντικειμενική μελέτη ως προς το τι είπε τις και πως το είπε όσον αφορά
α) την υποβολή αίτησης ένταξης,
β) την πορεία της των ενταξιακών διαπραγματεύσεων,
γ) την αμυντική ενίσχυση της Κύπρου,
δ) την αποτρεπτική στρατηγική στο Αιγαίο,
ε) τα προεόρτια του σχεδίου Αναν,
στ) την επιστημονικά και κοινωνικά ηρωϊκή μάχη για να απορριφτεί αυτό το σχέδιο πολιτικής, διεθνοπολιτικής και επιστημονικής ντροπής, και
ζ) τους ανοίκειους χαρακτηρισμούς κατά του Τάσσου Παπαδόπουλου και την πολιτική του διαδρομή.
Αν το ζητούμε και επιμένουμε –και εγώ συντάσσω σχετικά εκτενές κείμενο– δεν οφείλεται σε κάποια μνησικακία ή εκδικητικότητα αλλά στην ανάγκη να μην ξαναβρεθούμε ως επιστήμονες και ως κοινωνίες μπροστά σε ένα κύμα εκατοντάδων αναλύσεων που περίπου υποστήριζαν ότι τα γαϊδούρια έχουν φτερά και πετούν ή ότι η ελευθερία και η δημοκρατία είναι περιττά μιας και εισερχόμαστε στην … μεταεθνική εποχή των προπαγανδιστικών φαντασιώσεών τους.
Ακόμη πιο σημαντικό στην Ελλάδα και στην Κύπρο βρισκόμαστε ενώπιον επερχόμενων μεγάλων προβλημάτων στην αντιμετώπιση των οποίων η ελληνική επιστημονική κοινότητα απαιτείται αυτή την φορά να φανεί άξια του μισθού τους επιτελώντας την επιστημονική της αποστολή.
Να απέχει δηλαδή από κάθε προπαγανδιστική δραστηριότητα, να συγκροτήσει επιστημονικές εργασίες που στηρίζουν και δεν υπονομεύουν την διεθνή νομιμότητα και να τηρήσει πάγιους κώδικες δεοντολογίας της επιστήμης που αφορούν την ελευθερία και την δημοκρατία.
Τον ερχόμενο Φθινόπωρο μάλλον όλοι και όλα πάλι θα δοκιμαστούν. Αυτή την φορά κάποιοι ας μην παρασυρθούν ντροπιάζοντας την επιστήμη και τον επιστημονική τους ταυτότητα.
Γιατί όπως είπαμε, scripta manent.
--Ο κ. Π. Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων–Στρατηγικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
www.ifestosedu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου