Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Ετήσια οροφή... τα 850 εκατ. ευρώ για εξοπλισμούς



Το ετήσιο επίπεδο κατανομής πιστώσεων για την εξυπηρέτηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων προσδιόρισε ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Βενιζέλος στην ομιλία του νωρίτερα σήμερα στη Βουλή.

Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο υπουργός «δε θα περνάνε ποτέ οι ετήσιες πληρωμές το όριο των 850 εκατομμυρίων, δηλαδή το 0,3% του ΑΕΠ για εξοπλισμούς». 

Συμπλήρωσε δε ότι «αυτή είναι η δημόσια δαπάνη για εξοπλισμούς και αυτό προκύπτει μέσα από την εμπεριστατωμένη διακλαδική μελέτη των αναγκών, από πίνακα προτεραιοτήτων που κατάρτισε το ΓΕΕΘΑ και το Συμβούλιο Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων, γιατί αυτή η άσκηση εκλογίκευσης λειτουργεί και ως θώρακας διαφάνειας αλλά και ως μηχανισμός που παρακινεί τις Ένοπλες Δυνάμεις να αξιοποιούν τα υφιστάμενα μέσα και κυρίως το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημά τους που είναι το ανθρώπινό τους δυναμικό».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο υπουργός υπεραμύνθηκε της κυβερνητικής πολιτικής για την εθνική άμυνα. 

«Κάναμε τόσο εκλογικευμένη και τόσο προσεκτική διαχείριση των εξοπλιστικών αναγκών και των διεθνών σχέσεων της χώρας, ώστε να μπορούμε να παρουσιάσουμε στη Βουλή τώρα ένα 15ετές μακροπρόθεσμο πρόγραμμα αμυντικών εξοπλισμών, που είναι μειωμένο κατά 70% και πλέον, σε σχέση με το τρέχον ΕΜΠΑΕ της περιόδου 2006-2015 που καταργείται».

Επίσης αναφορά έκανε και στις εκκρεμότητες που παρέλαβε η παρούσα κυβέρνηση σε ότι αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα. 

«Εμείς παραλάβαμε το 2009 τον Οκτώβριο την κατάσταση που γνωρίζετε στα ναυπηγεία και στα υποβρύχια, παραλάβαμε υπογεγραμμένη σύμβαση για τεθωρακισμένα οχήματα μάχης [σ.σ. εννοεί τα BMP-3M] τα οποία θα επιβάρυναν το Ελληνικό Δημόσιο με 2,5 δις ευρώ για το πεδίο του Έβρου, για το οποίο θεωρείτε υπερβολικά τα άρματα Leopard. 

Παραλάβαμε διακρατική συμφωνία σε πολιτικό επίπεδο, για τουλάχιστον έξι νέες φρεγάτες, με απευθείας διακρατική ανάθεση στη Γαλλία, η οποία θα είχε προϋπολογισμό που θα υπερέβαινε τα 5 δις ευρώ».


Οριακά επαρκής

Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές, η οροφή των 850 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση για την εξυπηρέτηση εξοπλιστικών προγραμμάτων, λαμβανομένης υπόψιν της εξαιρετικά δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, είναι οριακά επαρκής για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υπό σειρά προϋποθέσεων:

-Την αδιάλειπτη διάθεση τους στην πράξη, καθώς η εμπειρία μέχρι σήμερα έχει δείξει ότι οι σχετικές πιστώσεις αλλά και γενικότερα ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας αποτελεί στην πράξη αποθεματικό το οποίο καλύπτει σχεδόν αυτόματα τις όποιες αστοχίες ή αδυναμία εκπλήρωσης των στόχων της δημοσιονομικής πολιτικής. 

Διακοπή της ομαλής ροής, όπως έγινε την περίοδο 2004-2009 (στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια επέτρεψε την εξυπηρέτηση των συσσωρευμένων οικονομικών υποχρεώσεων από το διάστημα 1996-2003), μπορεί να ανακουφίζει (πρόσκαιρα) δημοσιονομικά, στη συνέχεια όμως μετατρέπεται σε χιονοστιβάδα πιεστικών αναγκών και απαιτήσεων, που κινδυνεύει εκ νέου να εκτροχιάσει την εθνική άμυνα αλλά και την εθνική οικονομία.

-Την κατανόηση και αποδοχή σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο ότι οι εξοπλισμοί είναι αναγκαίοι για τη διατήρηση και ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας της χώρας και κατά συνέπεια των εθνικών αντικειμενικών σκοπών, και δεν αποτελούν απλώς κατασπατάληση οικονομικών πόρων και μέσο αθέμιτου πλουτισμού διαφόρων επιτηδείων. 

Η χώρα εξοπλίζεται γιατί αντιμετωπίζει πολύ συγκεκριμένο και πολύ υπαρκτό πρόβλημα ασφάλειας και υπεράσπισης των ζωτικών της συμφερόντων. Η διαδικασία πρέπει και μπορεί να θωρακιστεί θεσμικά και να εξορθολογιστεί.

-Τον συστηματικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και προγραμματισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή επιστροφή της επένδυσης. 

Σε αυτό το πλαίσιο επιβάλλεται να ενσωματωθεί ως καθοριστική παράμετρος το κόστος κύκλου ζωής (ΚΚΖ) των οπλικών συστημάτων (στο οποίο θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τα αναγκαία πυρομαχικά, ανταλλακτικά, μέσα συντήρησης, επισκευής και υποστήριξης, και φυσικά η εκπαίδευση). 

Η δε υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων θα πρέπει να κλιμακώνεται χρονικά με τέτοιο τρόπο ώστε ο χρόνος παραγωγής (που κυμαίνεται από μήνες έως έτη για ορισμένα οπλικά συστήματα), να διαχειρίζεται ως «περίοδος χάριτος» που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση και υλοποίηση άλλων προγραμμάτων.

-Την προτεραιοποίηση των αναγκών με τέτοιο τρόπο ώστε πρώτα να αποκατασταθεί η υψηλή διαθεσιμότητα και η πλήρης αξιοποίηση των υπαρχόντων κύριων συστημάτων, ώστε να μεγιστοποιηθεί η αμυντική ικανότητα της χώρας.

-Τέλος την εκπόνηση και σχεδίαση βιομηχανικής πολιτικής με σκοπό την όσο δυνατόν μεγαλύτερη επιστροφή των δαπανών για εξοπλισμούς στη χώρα ως έργο για την αεροναυτική και αμυντική της βιομηχανία. 

Δεν είναι δυνατόν χώρες όπως η Ισπανία και η Τουρκία, που ξεκίνησαν από το ίδιο περίπου επίπεδο με τη χώρα μας, σήμερα να έχουν υψηλού επιπέδου βιομηχανία με αξιοσημείωτη εξαγωγική δραστηριότητα και η ελληνική βιομηχανική βάση να παραπαίει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στηριζόμενη σχεδόν αποκλειστικά στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα. 

Σε τελική ανάλυση αν αδυνατούμε να σχεδιάσουμε πολιτική ας αντιγράψουμε κάποιο επιτυχημένο παράδειγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: