Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Το άγνωστο έπος στο Ρούπελ και τα οχυρά

Το άγνωστο έπος στο Ρούπελ και τα οχυρά

Ήταν το δεύτερο «ΟΧΙ» που βροντοφώναξε ο ελληνικός λαός στις δυνάμεις του Άξονα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ένα «ΟΧΙ» ξεχασμένο ίσως, αφού η αντίσταση του Στρατού εναντίον της αήττητης έως εκείνη την ώρα γερμανικής πολεμικής μηχανής στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κράτησε μόνον τέσσερις ημέρες.

Καθώς, όμως, δεν υπολείπεται σε τίποτα από τις άλλες ένδοξες σελίδες της Ιστορίας του έθνους μας και με την ευκαιρία ότι συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια, αφιερώνουμε τις επόμενες σελίδες στους ήρωες των συγκεκριμένων μαχών, δημοσιεύοντας μαρτυρίες και φωτογραφίες.

Η επίθεση των Γερμανών σημειώθηκε στις 05:15 της 6ης Απριλίου 1941, χωρίς να τηρηθούν τα συνηθισμένα διπλωματικά έθιμα του τελεσιγράφου και της παροχής προθεσμίας για απάντηση. 

Ο ραδιοφωνικός σταθμός των Αθηνών, λίγες ώρες αργότερα, πληροφορούσε τον ελληνικό λαό: «Από της 05:15 ο εν Βουλγαρία Γερμανικός Στρατός προσέβαλε όλως απροόπτως τα ημέτερα στρατεύματα επί της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. 

Τα στρατεύματά μας αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Οι γερμανικές μεραρχίες ήταν έντεκα τον αριθμό, εμπειροπόλεμες και πλούσια εξοπλισμένες. 

Από τη δική μας πλευρά, στα σύνορα βρίσκονταν μόνον τρεις μεραρχίες, με μικρή επάνδρωση και το καλύτερο υλικό τους να έχει προωθηθεί στο Αλβανικό μέτωπο, όπου από τον Οκτώβριο διεξαγόταν ο άνισος αγώνας κατά της Ιταλίας.

Τα είκοσι ένα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά», με πιο γνωστό εκείνο στη δίοδο του Ρούπελ, ξεκινούσαν από το όρος Μπέλες και έφταναν, εκτός από δύο, μέχρι τον ποταμό Νέστο. 

Είχαν κατασκευασθεί τα περισσότερα από το 1936 και όταν, μετά τη συνθηκολόγηση στη Θεσσαλονίκη, τα επισκέφθηκε, στα τέλη Μαΐου 1941, γερμανική επιτροπή ειδικών για τις οχυρώσεις, διαπιστώθηκε ότι το σύστημα των οχυρώσεων αποτελούσε το χρυσό κανόνα μεταξύ του γαλλικού συστήματος της «Γραμμής ΜΑΖΙΝΟ» και συστημάτων άλλων χωρών (Βελγίου, Γερμανίας).

Η αντίσταση των ανδρών των οχυρών δεν κράτησε πολύ, αφού οι γερμανικές δυνάμεις, που έκαναν ολομέτωπη επίθεση κατά μήκος των συνόρων, μετά την εντός ωρών κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής άμυνας εστίασαν τις προσπάθειές τους στο δυτικό τομέα και προελαύνοντας στις εύκολα προσβάσιμες περιοχές κατά μήκος του Αξιού, έφτασαν ως τη Θεσσαλονίκη.


Μέχρι, όμως, τη συνθηκολόγηση, οι μαχητές των οχυρών έδωσαν ένα ισχυρό ράπισμα στους Γερμανούς, αφού οι δικοί μας νεκροί και οι τραυματίες στη μάχη των οχυρών ήταν μόλις χίλιοι, ενώ οι Γερμανοί μετρούσαν 2.759 απώλειες (555 νεκρούς, 2.134 τραυματίες 179 αρνούμενους).

Σ.Σ.: Στοιχεία, μαρτυρίες και φωτογραφίες ελήφθησαν από το βιβλίο «Η μάχη των οχυρών» των Κ. Λαγού και Π. Περάκη που εκδόθηκε από το δήμο Καλαμαριάς.

ΑΓΙΑΝΝΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (ΔΕΚΑΝΕΑΣ)
«Μα γιατί να παραδοθούμε;»
«Βγήκα τελευταίος (από το Ιστίμπεη), βλέποντας τους στρατιώτες έτοιμους σε φάλαγγα και τον ταγματάρχη στην είσοδο του οχυρού μας σε παράταξη με τους Γερμανούς αξιωματικούς. 

Περνώντας μπροστά τους, οι Γερμανοί με χαιρετούσαν διά χειραψίας και φώναζαν όλοι μαζί: “Ήρωες, ήρωες, Γκρέκο, ήρωες”. Άλλοι δικοί μας αξιωματικοί δεν υπήρχαν, μόνον ο επιλοχίας δίπλα στον ταγματάρχη. Πώς να σηκώσω το χέρι μου στις χειραψίες; Με το ζόρι το άπλωνα. 

Και οι Γερμανοί να χαμογελάνε ευγενικά και να λένε “ήρωες”. Ράγισε η καρδιά μου, πήγε να σπάσει, γιατί τα πολυβόλα του οχυρού Μπουμπουτλίβιτσα (πρόκειται για την Ποποτλιβίτσα) έβαζαν. Αυτοί δεν είχαν παραδοθεί ακόμα. Έβαζαν για αντιπερισπασμό. 

Δάκρυσα εγώ, ο σκληρός, που είχα σκοτώσει τόσους Γερμανούς: Γιατί, μα γιατί να παραδοθούμε; Έπρεπε να περάσουμε ως τον τελευταίο. 

Σκούπισα τα μάτια μου κρυφά και κοίταξα το λοχία που έκανε και αυτός το ίδιο. Όλα είχαν χαθεί… 

Τώρα, πήραμε το μεγάλο δρόμο της αιχμαλωσίας. Ποιοι; Εμείς, οι νικητές, οι ήρωες του Ιστίμπεη. Είχαμε ακόμη δύο ώρες μέρα. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα για τα βουλγαρικά σύνορα. 

Περνώντας από το πεδίο βολής του Β1, του τομέα όπου εγώ πολεμούσα, ήταν ακόμα σκοτωμένοι Γερμανοί διάσπαρτοι παντού. Σκεφτόμουν ότι όλοι αυτοί είχαν περάσει από τα χέρια μου. Λυπήθηκα. Τι κάνει ο πόλεμος!».

H δολοφονία του λοχία Δημήτρη Ίτσιου
Λίγες, μόνο, ώρες μετά την εφόρμησή τους, οι Γερμανοί έδειξαν για πρώτη φορά τη σκληρότητά τους, δολοφονώντας τον έφεδρο λοχία Δημήτρη Ίτσιο του Πολυβολείου 8. 



Κοντά στην Άνω Πορόια, το Π-8 ήταν η τελευταία οχυρή θέση που θα αντιμετώπιζε τον εχθρό στην Ομορφοπλαγιά και οι άνδρες του είχαν διαταχθεί να πολεμήσουν έως το τέλος, προκειμένου να δώσουν χρόνο στους άνδρες του ΙΙ/91 Τάγματος να συμπτυχθούν νοτιότερα. Στο οχυρό είχαν μείνει ο λοχίας και δύο στρατιώτες. 

Αφού ξόδεψαν και τις 33.000 σφαίρες του πολυβολείου, παραδόθηκαν.

Τότε, ένας Γερμανός, που μιλούσε ελληνικά, πλησίασε το λοχία, τον οδήγησε στα συρματοπλέγματα και του έδειξε τα πολλά πτώματα των συμπατριωτών του καταδρομέων. 

«Αυτό που βλέπεις είναι έργο δικό σου», του είπε και ο Ίτσιος τού απάντησε: 
«Έκανα το καθήκον μου». «Εσύ έπραξες το καθήκον σου», είπε ο Γερμανός. «Τώρα, είναι η σειρά μου να εκτελέσω και εγώ το δικό μου καθήκον», πρόσθεσε και με το πιστόλι του τον πυροβόλησε στον κρόταφο.

LOUCAS JAMES
«Οι Έλληνες είχαν πολεμήσει μέχρις εσχάτων για μια θέση στο βουνό, όχι σημαντική»
«Σε πολλούς τομείς, οι ορεινοί καταδρομείς που επιτίθενται στα πολυβολεία αντιμετώπιζαν και τη δυσκολία του να πολεμούν σε πολύ χιόνι.

Όταν, λοιπόν, πηδούσαν από τα γυμνά βράχια σε επίπεδο, έπεφταν σε βαθύ χιόνι, το οποίο ήταν τόσο βαθύ, που κάποιες φορές κάλυπτε τελείως τα ελληνικά πολυβολεία. Κρυμμένες κάτω από αυτή την παγωμένη κουβέρτα υπήρχαν θέσεις μάχης Ελλήνων, τις οποίες δεν είχαν αναγνωρίσει τα πληρώματα των στούκας και δεν είχαν βομβαρδίσει στις πρώτες επιχειρήσεις βομβαρδισμού. 

Το αποτέλεσμα ήταν ορεινοί καταδρομείς, που προχωρούσαν με το χιόνι να φτάνει στη μέση τους, να δέχονται πυρά από πολυβόλα από θυρίδες που ήταν σχεδόν αόρατες.

[…] Τα πυρά τους εναντίον των θυρίδων ενός πολυβολείου είχαν απάντηση από αλλεπάλληλα πυρά που προέρχονταν από άλλα πολυβολεία. 

Σιγά σιγά, η προέλαση των ορεινών καταδρομέων προς τα πολυβολεία κέρδιζε έδαφος, με απώλειες, ώσπου οι άνδρες ενός λόχου, λαχανιάζοντας και εξαντλημένοι, βρέθηκαν να προσπαθούν να καλυφθούν σε ένα στενό μονοπάτι για κατσίκες, που βρισκόταν πολύ κοντά στον τοίχο ενός πολυβολείου. 

Δύο από αυτούς άρπαξαν εκρηκτικά με μικρά φιτίλια. Ένας υπαξιωματικός έριξε μπροστά τους καπνογόνα και περίμενε ο καπνός να τους δώσει πλήρη κάλυψη. […] 

Με την κάλυψη της σκόνης και του καπνού, όλος ο λόχος με επικεφαλής τον υπαξιωματικό επιτέθηκαν στο πολυβολείο. Τοποθέτησε ένα εκρηκτικό σε ένα μακρύ ξύλο, τράβηξε τον πυροκροτητή, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα και πέταξε το εκρηκτικό μέσα σε μία θυρίδα. Ακούστηκε μία φοβερή έκρηξη από μέσα από το πολυβολείο. 

Για λίγα δευτερόλεπτα επικράτησε ησυχία. Τότε, από μια άλλη θυρίδα, οι ατρόμητοι Έλληνες έθεσαν και πάλι το πυροβόλο τους σε ενέργεια. Δεύτερο και τρίτο εκρηκτικό ρίχτηκε μέσα (στο πολυβολείο). 

Ακόμα και όταν το δεύτερο εξερράγη, το μοναδικό πολυβόλο συνέχισε να ρίχνει ριπές, όμως μετά την τρίτη έκρηξη δεν ακουγόταν, πια, τίποτα. 

Ο υπαξιωματικός άνοιξε τη βαριά εξωτερική πόρτα, πέταξε μέσα μία χειροβομβίδα και έριξε μια ριπή με το πολυβόλο του.

Η πόρτα ανοίχτηκε ακόμα περισσότερο. 
Όλοι οι Έλληνες ήταν νεκροί. Είχαν πολεμήσει μέχρις εσχάτων και, όμως, αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία θέση μάχης και, μάλιστα, όχι σημαντική, πάνω στην κορυφή του βουνού.

Ο υπαξιωματικός γέμισε το όπλο του και έριξε μια διπλή φωτοβολίδα ερυθρού χρώματος στην κατεύθυνση του αρχηγείου του λόχου».

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΟΜΗΡΟΣ
«Κοιτάζαμε τους Γερμανούς όχι σαν ηττημένοι, αλλά ως νικητές»
«Οι Γερμανοί πολεμιστές, εκτιμώντας την ηρωική άμυνα του οχυρού, αποδέχονται τους όρους, μας συγχαίρουν για την άμυνα του οχυρού, την οποία ομολογούν ότι ποτέ δεν εφαντάζονταν και σε ένδειξη τιμής γερμανικό απόσπασμα αποδίδει τιμές στους αξιωματικούς και στους στρατιώτες κατά την έξοδό τους από το οχυρό.

Όλοι κοιτάζουμε τους Γερμανούς όχι σαν ηττημένοι, αλλά ως νικητές. Τους παρατηρούμε με ένα βλέμμα, που ήταν σαν να τους λέγαμε: “Αν είχαμε τα μισά από τα δικά σας μέσα, τότε θα βλέπατε!”.

Μόλις βγήκαμε από το οχυρό, με δάκρυα στα μάτια επιδοθήκαμε στην ταφή των νεκρών μας και την τοποθέτηση των τραυματιών μας σε φορεία.

Ξαφνικά, ένας Γερμανός λοχαγός κατευθύνεται προς το μέρος μου. Αλληλοκοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να θέλουμε και οι δύο μας κάτι να θυμηθούμε.

Σε λίγο ομιλεί πρώτος ο Γερμανός. “Είμαστε γνωστοί, κύριε”. “Μάλιστα”, του απαντώ. Τον είχα αναγνωρίσει. Ήταν ο Γερμανός λοχαγός, με τον οποίο είχα συναντηθεί λίγες μέρες πριν από την επίθεση, στην 34 Πυραμίδα. 

Τώρα, όμως, δεν φορούσε τη βουλγαρική στολή, όπως τότε, αλλά τη στολή του Γερμανού αξιωματικού. “Βλέπεις, δεν σου το έλεγα, ότι θα μπορέσετε να αντισταθείτε;”, λέει τώρα ο Γερμανός με το ύφος του νικητή.

“Ναι” του απαντώ «αλλά, σαν βλέπεις, έπεσαν και πολλοί Γερμανοί, όπως ακριβώς σου το είχα πει, για να περάσετε από εδώ”. Τι να μου απαντήσει; Αυτή είναι η αλήθεια..».

ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥ ΣΠΑΝΟΓΙΑΝΝΑΚΗ, ΛΟΧΑΓΟΥ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ
«Εγκαταλείψαμε τας θέσεις μας εν μέσω εικόνων της φρίκης και της κολάσεως»

Ο λοχαγός του πυροβολικού Ραδάμανθυς Σπανογιαννάκης, διοικητής μοίρας του Γ’ Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού, με τα πυροβόλα του, στις 6 Απριλίου 1941, υποστήριξε τα οχυρά. Στις 23.00 της 6ης Απριλίου διατάχθηκαν αυτός και οι άντρες της πυροβολαρχίας να συμπτυχθούν στο μετόπισθεν. 

Τι επακολούθησε, το περιγράφει ο ίδιος, σε έκθεση που συνέταξε για το ΓΕΣ.
«Όταν ήμουν έτοιμος να αναχωρήσω, με εζήτησαν εις το τηλέφωνον το οχυρόν Κελκαγιά. 

Ο διοικητής του οχυρού με παρεκάλεσεν να του δώσω έστω και ολίγας βολάς επί του οχυρού επί του οποίου οι Γερμανοί πάλιν είχαν εντείνει την δράσιν των, ήδη δε έσκαπτον πυρετωδώς ίνα προφανώς ανατινάξουν το οχυρόν. 

Με κατέλαβε φρίκη προ της αδυναμίας μου να παράσχω την ζητούμενη βοήθειαν, δεν ηδυνάμην να κάμω ουδέν πλέον, ο ουλαμός είχε ζεύξη και έπρεπε να φύγει το ταχύτερον… Εις τους λόγους του διοικητού του οχυρού διέκρινον μεγάλην ανησυχίαν, προσεπάθησα δε να τον ενθαρρύνω. Αναχώρησα ίνα μεταβώ εις το Σ.Δ. μου. 

Ο ουλαμός ήτο έτοιμος προς αναχώρησιν, οι αξιωματικοί και πυροβοληταί ήταν περίλυποι διά την τόσον σύντομον εγκατάλειψιν των θέσεών των… διατί εγκαταλείποντο τα οχυρά και τι θα εγίνοντο ταύτα άνευ πυροβολικού;

Θα επέμενον με όλας τας δυνάμεις μου να μη συμμετάσχω της συμπτύξεως αυτής, να μην εγκαταλείψωμεν τελείως τα οχυρά. Θα εζήτουν να μείνω να εκπληρώσω την αποστολή μου ήτις ήτο άμυνας μέχρις εσχάτων άνευ ιδέας συμπτύξεως.

Ήδη έβλεπον εκ των νώτων τα οχυρά Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά και Αρπαλουκίου. Ολόκληρος η τοποθεσία και νοτίως του Αρπαλουκίου – Κελκαγιά εκαίετο. 

Τεράστιαι φλόγες επροχώρουν εκ της βαθείας γραμμής του ποταμού Γιανούτσιτσα προς τα οχυρά, εκαίοντο και αι δεξιαί του ποταμού κλιτύες με κατευθύνσιν προς την τοποθεσίαν Λέτσιτσα – Τραπέσκα. 

Ήτο η 1ω. 30΄ περίπου της 7ης Απριλίου, από των οχυρών Ποποτλίβιτσα και Ιστίμπεη εξέπεμπον φωτοβολίδας λευκαί πολλών αστέρων. 
Ήτο το σήμα της διοικήσεως: “Βάλλατε επί του οχυρού!”. 

Αι απεγνωσμέναι αυταί εκκλήσεις των οχυρών έμενον αναπάντητοι και ουδέν ημέτερον πυροβόλον έβαλλον. Τα οχυρά ελλείψει πάσης άλλης επικοινωνίας εχρησιμοποίουν φωτοβολίδας, προφανώς οι Γερμανοί είχον ανέλθει επί τούτων και επίεζον ταύτα. 

Η νυξ ήτο σκοτεινή, τα προ των οχυρών εμπόδια (συρματοπλέγματα, παγίδες κ.λπ.) είχον καταστραφή υπό του εχθρού, οι Γερμανοί είχον διεισδύσει και ανέλθει επί των οχυρών εκείνων και εχρησιμοποίουν παντοία μέσα διά την εκπόρθησιν του οχυρού. Διατί λοιπόν εγκατελείφθησαν τα οχυρά, διατί ανεχώρει όλον τον πυροβολικόν την ώρα εκείνη θα έδει να είχον αφιχθεί τα βλήματα; 

Με τους διαλογισμούς τούτους, με ανθρώπους πλήρεις δακρύων, τα οποία ήταν αποτέλεσμα του μεγαλύτερου ψυχικού πόνου, έσπευδον ευρισκόμενος πάντοτε προ της εικόνος της φρίκης και της κολάσεως την οποίαν παρουσίαζε την δραματικήν εκείνην νύκτα η τοποθεσία».
Έκθεσις, Κάιρο,
Ιανουάριος 1942.


JULIUS RINGEL (ΥΠΟΣΤΡΑΤΗΓΟΣ)
«Ο αόρατος ήρωας Ζεπ»

Ο Γερμανός διοικητής Ringel παρακολουθούσε από κάποιο ύψωμα, απέναντι από το οχυρό του Ιστίμπεη, τις ρίψεις των εκρηκτικών στις θυρίδες. Κάποια στιγμή, όμως, ο στρατηγός και πολλοί Γερμανοί καταδρομείς αντιλήφθηκαν έναν Έλληνα στρατιώτη ο οποίος είχε κάνει αλλεπάλληλες προσπάθειες να σώσει το πολυβολείο του από τα εκρηκτικά που έριχναν. 

Ο συγκεκριμένος στρατιώτης δεν περιοριζόταν να πετάει πίσω τα εκρηκτικά από τη θυρίδα του πολυβολείου του, όπως έκαναν οι άλλοι υπερασπιστές του οχυρού. 

Καθώς βρισκόταν δίπλα σε βοηθητική είσοδό του, άρπαζε τα εκρηκτικά από το πάτωμα του πολυβολείου, άνοιγε την πόρτα και τα πετούσε κατά πάνω στους Γερμανούς. 

Τόση εντύπωση έκανε αυτός ο αγωνιστής στους Γερμανούς, που του κόλλησαν το παρατσούκλι «Zep», δηλαδή ο μικρός Ιωσήφ. 

Τρεις φορές οι Γερμανοί πέταξαν εκρηκτικά στο μικρό Ιωσήφ και τρεις φορές τα πέταξε πίσω. Την τέταρτη φορά δεν πρόλαβε να κάνει το ίδιο, καθώς σκοτώθηκε από τη ριπή ενός γερμανικού πολυβόλου.


Στο βιβλίο του, ο ίδιος ο στρατηγός γράφει:
«Να τος πάλι, ξεπετάγεται μέσα από τις θυρίδες, ένας αόρατος άνδρας, που οι δικοί μας βάφτισαν Ζεπ. Για πρώτη φορά, αυτός ο γενναίος μάγκας καταφέρνει να πετάξει μακριά από το πολυβολείο τα εκρηκτικά και να εκραγούν χωρίς να προκαλέσουν ζημιά. 

Αυτός ο Ζεπ γίνεται γρήγορα συμπαθής στους επιτιθέμενους και σχεδόν λυπούνται, όταν δεν καταφέρνει να αποδειχθεί για τέταρτη φορά άφθαρτος και κομματιάζεται από τις σφαίρες. 

Αλλά και από τη μεριά μας υπάρχει ένας αντίστοιχος Ζεπ ή Χανς, που χάνει την υπομονή του και πλησιάζει για δεύτερη φορά τα πυροβολεία ύστερα από μία έκρηξη, καθώς βλέπει για άλλη μία φορά να ξεπροβάλλει μέσα από τη θυρίδα τους ένα πολυβόλο. 
Τότε, καταλαμβάνεται από μεγάλη οργή. 

Πηδά επάνω, αρπάζει το όπλο του με τα δύο χέρια και εφορμά ουρλιάζοντας. “Δεν χόρτασες ακόμα παλιόσκυλο!” φωνάζει και πετά δύο χειροβομβίδες στην τρύπα που ακόμα καπνίζει».

AΓΝΩΣΤΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
«Ο τελευταίος τόπος ανάπαυσης για τους συντρόφους μας»

«Μεγάλη Παρασκευή του 1941. 
Τα σύννεφα κρέμονται μαύρα πάνω από τα βουνά των ελληνικών συνόρων. 

Ο άνεμος παρασύρει μερικά πάνω από τις σκαμμένες, από τις εκρήξεις, πλαγιές με τη φτωχή βλάστηση, σκεπάζοντας τους θόλους, τα πολυβολεία και τα συρματοπλέγματα, που απλώνονται σε όλο το πεδίο της μάχης.
Η βροχή πέφτει μονότονα πνίγοντας κάθε ήχο. Πριν από λίγες μέρες ήταν όλα αλλιώς. 

Τότε, σφύριζαν οι οβίδες, κροτάλιζαν τα πολυβόλα και ακούγονταν οι υπόκωφες εκρήξεις των χειροβομβίδων.

Το σύνταγμά μας εφόρμησε εναντίον ενός τείχους από ατσάλι και μπετόν, που κατασκεύαζαν για πολλά χρόνια μέσα στους βράχους οι Έλληνες, εφαρμόζοντας όλες τις σύγχρονες τεχνικές κατασκευής οχυρών. 

Επίθεση την επίθεση προήλαυναν οι πεζικάριοι. 
Πριν καλά καλά προλάβει να σκοτωθεί κάποιος από τα πυρά των αμυνόμενων, αναλάμβαναν οι ομάδες κρούσης εκ νέου δράση, υποστηριζόμενες από το πυροβολικό, τα ορεινά πυροβόλα και τα αντιαεροπορικά. 

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πολέμησαν σκληρά για την κατάληψη των υψωμάτων που έφραζαν το πέρασμα του Ρούπελ. 

Το πρωί της τέταρτης μέρας παραδόθηκαν τα οχυρά άνευ όρων.
Η αιματοβαμμένη επίθεση και η διατήρηση των θέσεων δεν είχαν πάει χαμένες. 

Τώρα αποδίδουμε τις τελευταίες τιμές στους άνδρες που έδωσαν αυτές τις ημέρες τη ζωή τους, πέφτοντας κατά την επίθεση χτυπημένοι από τα εχθρικά πολυβόλα και τα πυρά των αντιαρματικών και του πυροβολικού. 

Ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, ορατός από αρκετά μακριά, στέκει τώρα ακριβώς κάτω από τους τσιμεντένιους θόλους, που σκεπάζονται από πέπλα ομίχλης. 

Κάτω από το σταυρό τέσσερις σειρές φρεσκοσκαμμένων τάφων.
Ο τελευταίος τόπος ανάπαυσης για τους συντρόφους μας. Εδώ αναπαύονται καταδρομείς, μηχανικοί και άνδρες του ορεινού πυροβολικού. 

Υπολοχαγοί δίπλα σε δεκανείς, φαντάροι δίπλα σε υπαξιωματικούς, έτσι ακριβώς όπως δίπλα δίπλα πολέμησαν και πέθαναν. 

Ένα τάγμα παρατάσσεται σε σχήμα Π. Οι διοικητές και οι αντιπρόσωποι των τμημάτων του μηχανικού και του πυροβολικού, που ήταν αποσπασμένα στο σύνταγμα, αλλά κυρίως οι συμπολεμιστές των ανδρών του ορεινού πυροβολικού. 

Οι τελευταίες μέρες τούς είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες. Τα πρόσωπα των ανδρών είναι σοβαρά, η μάχη έχει αποτυπωθεί πάνω τους. Δεν υπάρχει κανείς που να μην έχασε ένα σύντροφο. 

Δεν υπάρχει διμοιρία που να μην είχε νεκρούς ή τραυματίες. 
Οι στολές μας έχουν καθαριστεί πρόχειρα και οι τρύπες, που άνοιξαν από τα συρματοπλέγματα, τα βράχια και τους θάμνους, έχουν ραφτεί. Η μελωδία της χορωδίας σβήνει σιγά σιγά. 

Ο στρατιωτικός ιερέας ευλογεί τους πεσόντες. Έπειτα παίρνει το λόγο ο συνταγματάρχης. 

Με το πηλήκιο υπό μάλης, πλησιάζει στα μνήματα και χαιρετά τους νεκρούς.

Ποτέ δεν συνήθιζε να λέει πολλά λόγια. Έτσι και σήμερα, απευθύνει λακωνικά τον τελευταίο χαιρετισμό. Υπόσχεται στους νεκρούς πως η θυσία τους θα μείνει αξέχαστη και ότι θα είναι πάντα ένα πρότυπο για εμάς.

Οι τιμητικοί πυροβολισμοί ηχούν μέσα στα λαγκάδια. Έπειτα ακούγεται ο ύμνος του καλού συντρόφου. 

Οι τελευταίες μελωδίες χάνονται μέσα στο θρόισμα της βροχής. Μια γαλήνη σκεπάζει τα πάντα. Βουβά αποχαιρετούν οι άνδρες τους συντρόφους τους.

Το σύνταγμα παρελαύνει με βροντερό βηματισμό. Ένας βηματισμός, που ταιριάζει σε παρελάσεις σε καιρό ειρήνης ή σε παρελάσεις εν μέσω έξαλλων πανηγυρισμών στην έδρα του συντάγματος μετά την επιτυχημένη εκστρατεία στη Δύση. 

Τώρα, όμως, είναι ο τελευταίος χαιρετισμός που απευθύνουν οι επιζώντες του συντάγματος σε εκείνους που χάθηκαν στην ξένη γη και δεν θα βρίσκονται κοντά μας, καθώς θα γυρίζουμε στην πατρίδα μας. 

Δεν θα παρελάσουν ξανά στις γραμμές των λόχων μας, αλλά η μνήμη τους δεν θα σβήσει από τις καρδιές μας. 
Θα είναι πάντα κοντά μας, όταν το καθήκον μάς καλέσει ξανά».
paraskevi13

Δεν υπάρχουν σχόλια: