Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010

Ωμή παρέμβαση της δικτατορίας στην Εκκλησία της Ελλάδος


Από τον Ιερώνυμο Κοτσώνη στον Σεραφείμ Τίκα
 Aπό το 1833, οπότε ανακηρύχθηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μέχρι και τα μεταπολιτευτικά χρόνια οι σχέσεις της με την πολιτεία χαρακτηρίζονταν από τις συνεχείς παρεμβάσεις του κράτους στα εσωτερικά της. 

Οι παρεμβάσεις αυτές είχαν αποτέλεσμα να μεταφέρονται οι αντιπαραθέσεις της πολιτικής στον εκκλησιαστικό χώρο. Κάθε μεγάλη πολιτική ανατροπή, κίνημα, πραξικόπημα συνοδευόταν και από παρεμβάσεις και αλλαγές στην κορυφή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.

Η ωμότερη επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας έγινε στα χρόνια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 τόσο με την ανάδειξη του Ιερώνυμου Κοτσώνη όσο και με την εκλογή του Σεραφείμ Τίκα τον Ιανουάριο του 1974.

Το απριλιανό πραξικόπημα βρήκε την Εκκλησία ουσιαστικά ακέφαλη.
Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος  Χατζησταύρου, υπέργηρος και  άρρωστος, αδυνατούσε να ασκήσει τα καθήκοντά του. Μία μέρα μετά το πραξικόπημα η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στους δικτάτορες. Όμως αυτοί ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε αλλαγή στην κορυφή της και την επιβολή άμεσου ελέγχου.

Οι διαθέσεις τους γίνονται φανερές μία βδομάδα μετά το πραξικόπημα όταν με ειδική Πράξη αναβάλλεται η σύγκληση της Ιεραρχίας. 

Ο 87χρονος αρχιεπίσκοπος, που βλέπει τις προθέσεις της χούντας, παθαίνει εγκεφαλικό το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής κατά την περιφορά του Επιταφίου και μεταφέρεται στον Ερυθρό Σταυρό.

Η απομάκρυνση του Χρυσοστόμου
Ήδη έχει ανοίξει ο δρόμος για την αλλαγή στην κορυφή της Εκκλησίας. Μοναδικό εμπόδιο που μένει να ξεπεραστεί είναι η άρνηση του Χρυσοστόμου να παραιτηθεί. 

Αυλικοί και στελέχη της κυβέρνησης πηγαίνουν στο νοσοκομείο και πιέζουν το βαριά άρρωστο αρχιεπίσκοπο να παραιτηθεί. Αυτός απαντά με γράμμα που στέλνει στον βασιλιά Κωνσταντίνο στο οποίο τονίζει: «Αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος». Η δικτατορία καταφεύγει στη λύση του Αναγκαστικού Νόμου με τον οποίο συγκροτεί Αριστίνδην Σύνοδο και επεκτείνει το όριο ηλικίας των μητροπολιτών και στον αρχιεπίσκοπο. Έτσι στις 10 Μαΐου ο αρχιεπισκοπικός θρόνος κηρύσσεται σε χηρεία. 

Οι κύριοι υποψήφιοι είναι δύο. 
Ο μητροπολίτης Καστορίας Δωρόθεος Γιανναρόπουλος και ο πρωθιερέας των ανακτόρων αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης. Τελικά ο Κωνσταντίνος επιβάλλει τον Ιερώνυμο που επιλέγεται από το λεγόμενο τριπρόσωπο.

Από την πρώτη στιγμή επιβάλλεται ο απόλυτος έλεγχος της νέας κατάστασης στην Εκκλησία. Με Συντακτική Πράξη απαγορεύεται η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για διοικητικές πράξεις του δικτατορικού καθεστώτος και στους κληρικούς. 
Ακολουθεί η έκδοση του Αναγκαστικού Νόμου 214/67 με την οποία συγκροτούνται δύο εκκλησιαστικά δικαστήρια που δικαίως απεκλήθησαν «έκτακτα ιεροδικεία». Για την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων μητροπολιτών επιστρατεύονται τα στελέχη της χούντας. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γρ. Σπαντιδάκης καλεί στο Πεντάγωνο το μητροπολίτη Αττικής και πρώην αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο Βαβανάτσο και του ζητά να υποβάλει την παραίτησή του. Στη Θεσσαλονίκη ο Β’ αντιπρόεδρος Πατίλης και ο υφυπουργός διοικητής ΚΔ Μακεδονίας Γκαντώνας κάνουν  το ίδιο με το μητροπολίτη Παντελεήμονα. Τόσο ο Ιάκωβος όσο και ο Παντελεήμων αρνούνται και τελικά απομακρύνονται με απόφαση των έκτακτων εκκλησιαστικών δικαστηρίων. 

Το ίδιο γίνεται και με πολλούς άλλους μητροπολίτες στη θέση των οποίων ο νέος αρχιεπίσκοπος τοποθετεί δικούς του. 

Η παντοδυναμία του Ιερώνυμου στα εκκλησιαστικά πράγματα διαρκεί έως το 1972 οπότε και δυναμώνουν οι φωνές αμφισβήτησής του μέσα στην Ιεραρχία από κορυφαίους μητροπολίτες όπως ο Κορίνθου Παντελεήμων και ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος…

Παράλληλα  αντιδρά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο θεωρεί ότι ο Καταστατικός Χάρτης της δικτατορίας του 1969 έρχεται σε αντίθεση με τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850, με τον οποίο αναγνωρίσθηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος αλλά και με την Πατριαρχική Πράξη του 1928 και τις προβλέψεις για «πρεσβεία» χειροτονίας και ίσου αριθμού μελών από τις λεγόμενες «Παλαιές» και «Νέες»  Χώρες κατά τη συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. 

Στους κύκλους του καθεστώτος αρχίζουν να γίνονται συζητήσεις για ανάδειξη νέου αρχιεπισκόπου με κυριότερο υποψήφιο για τη θέση τον τότε μητροπολίτη Αττικής Νικόδημο Γκατζιρούλη. 

Τις κινήσεις αυτές μαθαίνει ο Ιερώνυμος ο οποίος εκδηλώνει την πρόθεση να παραιτηθεί. Πολύ περισσότερο που το Μάιο του 1973 η πλειοψηφία των μελών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου εκφράζει τη σαφή αντίθεσή της σ’ αυτόν.

Το πραξικόπημα του Ιωαννίδη
Όμως όλους τους προλαβαίνει το πραξικόπημα του Δημητρίου Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. 

Το νέο πρόεδρο στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη και τον πρωθυπουργό Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο ορκίζει ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφίμ Τίκας. Ο Ιερώνυμος αντιδρά για την «αντικανονική εισπήδηση» στην περιφέρεια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών αλλά τελικά υποχρεώνεται σε παραίτηση που υποβάλλει στις 15 Δεκεμβρίου 1973. Έτσι στις 12 Ιανουαρίου 1974 νέα Σύνοδος, από την οποία έχουν αποκλεισθεί οι μητροπολίτες που είχαν αναδειχθεί από τον Ιερώνυμο, εκλέγει  «τριπρόσωπο» από το οποίο ο Γκιζίκης επιλέγει το μητροπολίτη Ιωαννίνων ως νέο αρχιεπίσκοπο. Ακολουθεί η «απο-ιερωνυμοποίηση» της Εκκλησίας με την ίδια μέθοδο που ακολούθησε και ο Ιερώνυμος Κοτσώνης. Με Συντακτική Πράξη (7/74) επεκτείνεται η απαγόρευση προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας και για τις πράξεις εκλογών, μεταθέσεων  και απομακρύνσεων που θα γίνουν στο μέλλον και καθιερώνεται και ένα νέο αδίκημα, αυτό της «διατάραξης της ειρήνης και ενότητος της Εκκλησίας». 

Ακολούθησε η απομάκρυνση των ιερωνυμικών μητροπολιτών με προβλήματα που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ταλανίζουν την Εκκλησία της Ελλάδος με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του πρώην μητροπολίτη Αττικής Νικόδημου Γκατζιρούλη. 

 Με αφορμή το ιστορικό αφιέρωμα στο προηγούμενο φύλλο της «Π+13» για τη στάση της Εκκλησίας στο Πολυτεχνείο και στα χρόνια της δικτατορίας, ένα θέμα που εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις, δημοσιεύουμε σήμερα τις απόψεις του μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, του πρωτοπρεσβύτερου και ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γεωργίου Μεταλληνού και του πρωτοπρεσβύτερου Βασιλείου Βολουδάκη, ο οποίος ως νεαρός διάκονος μαζί με άλλους 42 νεαρούς κληρικούς και θεολόγους αμφισβήτησε τις νόθες φοιτητικές εκλογές που οργάνωσε η δικτατορία το Νοέμβριο του 1972.
πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια: