του René Cuperus *
Στη διαδικασία μεταρρύθμισης και προσαρμογής στη νέα παγκόσμια τάξη, συνέβη μια θεμελιακή κατάρρευση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις ελίτ και τον γενικό πληθυσμό, που δημιουργεί ένα απότομο σχίσμα μεταξύ νικητών και ηττημένων του νέου εκσυγχρονισμού, ένα σχίσμα μεταξύ αισιόδοξων και απαισιόδοξων για το μέλλον.
Μια νέα διαχωριστική γραμμή διαγράφεται μεταξύ δυο ομάδων: εκείνων που αγκαλιάζουν το μέλλον και εκείνων που φοβούνται το μέλλον, των ανθρώπων που πιστεύουν ότι ο νέος κόσμος δεν επιφυλάσσει τίποτα καλό γι’ αυτούς και νιώθουν προδομένοι από την ‘πολιτική ελίτ’.
Αυτό αφορά τόσο ένα πολιτισμικο-πολιτικό σχίσμα όσο και μια κοινωνικο-οικονομική ταξική διαίρεση.
Στα δεξιά, αυτή η νέα διαχωριστική γραμμή δημιουργεί εύφορο έδαφος για δεξιά, λαϊκίστικα κόμματα, που είναι εναντίον των μεταναστών. Στα αριστερά, αποτελεί τη βάση για πιο παραδοσιακά ή αριστερά λαϊκίστικα κόμματα.
Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα υπαρξιακό ζήτημα, καθώς και οι δυο αυτές τάσεις υπάρχουν στο εκλογικό τους σώμα.
Η διαδικασία οικονομικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού καταλήγει σε μια νέα κοινωνική πόλωση μεταξύ νικητών και ηττημένων.
Οι μεγάλες οικονομικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, δεν έχουν την ίδια επίδραση σε όλους.
Αντίθετα, καταλήγουν στην αναδιανομή των ευκαιριών συμμετοχής και υπάρχουν επιτυχίες και απώλειες για τους διάφορους συμμετέχοντες.
Το επίπεδο της εκπαίδευσης, ειδικότερα, προκαθορίζει τις ευκαιρίες ζωής των ατόμων, την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική και τους δημόσιους θεσμούς και τις μελλοντικές προσδοκίες τους.
Είναι βαθιά η πεποίθησή μου ότι οι προοδευτικοί έχουν καθήκον, μακροπρόθεσμα, να οικοδομήσουν μια μεγαλύτερη συλλογικότητα, εμποτισμένη από κοινωνική αλληλεγγύη και κοινούς στόχους και μέθοδο.
Αυτή η αλληλεγγύη και η αίσθηση των ανθρώπων ότι ανήκουν κάπου, αυτή η γέφυρα μεταξύ πολιτισμών και εθνικών ομάδων, δεν πρέπει να προωθείται στο όνομα της ξεπερασμένης και αφελούς πολιτικής ορθότητας, αλλά επειδή αποτελεί τον μόνο τρόπο για να διατηρηθεί κάποια μορφή πρόνοιας.
Η ιστορική αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας είναι να επανεκκινήσει τη διαδικασία χειραφέτησης. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Το τίμημα γι’ αυτά τα ευγενικά ιδεώδη και φιλοδοξίες είναι η εγκατάλειψη της έννοιας της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Είναι μια σκληρή επιλογή, αλλά νομίζω ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας έχει προκαλέσει πολλά δεινά και σύγχυση, τόσο στους μετανάστες όσο και στους πολίτες των χωρών υποδοχής- όπως, ειδικότερα, στην περίπτωση της Ολλανδίας.
Το πρόγραμμα για την ‘επένδυση στη χειραφέτηση’, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, έχει σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης μόνο εάν υπάρξει μια βασική ‘ανταλλαγή’ μεταξύ μεταναστών και ντόπιων- πλήρης και έντιμος προσανατολισμός προς τη χώρα υποδοχής από τους μετανάστες, από τη μια πλευρά, και αποδοχή ενός πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού μέλλοντος από τη χώρα υποδοχής. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, αντιτίθενται οι περισσότεροι υπέρμαχοι της πολυπολιτισμικότητας.
Συνεπώς, στη μετά το Fortuyn Ολλανδία, σημειώνεται μια ριζική αλλαγή τακτικής, από την επιδοτούμενη πολυπολιτισμικότητα στην υποχρεωτική ενσωμάτωση και τα μέτρα για ‘υπηκοότητα’ (γλώσσα και στοιχειώδη πολιτισμική εκπαίδευση), με αναδρομική ισχύ για τους ‘παλαιότερους’- μετανάστες της πρώτης γενιάς που ζουν εδώ πολύ καιρό (René Cuperus, ‘From Polder Model to Postmodern Populism. Five Explanations for the ‘’Fortuyn Revolt’’ στο The Challenge of Diversity).
Σύμφωνα με τις ενδείξεις, θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη ενσωμάτωση και υποχρεωτική συνύπαρξη των ντόπιων με τους μετανάστες μόνιμους κατοίκους.
Τα πρότυπα διαχωρισμού στην εκπαίδευση (η Ολλανδία εφαρμόζει παραδοσιακά τη θρησκευτική εκπαίδευση και συνεπώς έχει ισλαμικά σχολεία), στη στέγαση και τις κοινωνικές επαφές προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία σε περιοχές όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ποσοστά ανεργίας κάτω του μέσου όρου, απουσίες από τα σχολεία και εγκληματικότητα.
Οι στατιστικές αυτές δημιουργούν ακόμη περισσότερη ένταση μεταξύ αλληλεγγύης και διαφορετικότητας και στη θεωρία αποτελούν απειλή για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού πρότυπου του κράτους πρόνοιας, με την ευαίσθητη ισορροπία του ανάμεσα στην οριζόντια και την κάθετη αλληλεγγύη.
Ακόμη κι η ισλαμική φονταμενταλιστική τρομοκρατία μπορεί να έχει μια παράλογη θετική παρενέργεια:
ότι για λόγους κρατικής ασφάλειας και ασφάλειας των πολιτών, υπάρχουν αυξανόμενες εκκλήσεις για αμοιβαία προσέγγιση και συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων των μεταναστών και του γηγενούς πληθυσμού.
Εν συντομία, είναι όλο και πιο επείγον να υπάρξει μια επίθεση κατά του διαχωρισμού, κατά της συμβίωσης πλάτη με πλάτη, κατά των χωριστών παράλληλων κοινωνιών, αφήνοντας ακέραιη την ‘πολυπολιτισμική κοινωνία’ στην ιδιωτική σφαίρα (όσο είναι συμβατή με τους νόμους της συνταγματικής φιλελεύθερης δημοκρατίας), αλλά αναζητώντας επειγόντως τρόπους να συνδυαστεί η εθνική και πολιτισμική διαφορετικότητα με μια κοινή εθνική ταυτότητα.
Το μεγαλύτερο ερώτημα σε ολόκληρη τη σημερινή Ευρώπη είναι πώς μπορούν οι πλειοψηφίες να εκφράζουν τις τοπικές και εθνικές τους ταυτότητες χωρίς να αποξενώνουν τις μειοψηφίες;
Πώς μπορούν οι ‘απέξω’ να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους, χωρίς να κάνουν τους ‘μέσα’ να νιώθουν ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι; (David Goodhart, ‘Britain’s Glue’, στο The New Egalitarism. σ. 170)
Υπάρχει μια αυξανόμενη ανάγκη για μια ενοποιητική, γεφυροποιό εθνική ταυτότητα, για ένα μεγαλύτερο ‘Εμείς’.
Αυτό απαιτείται για τον ‘καθησυχασμό της πλειοψηφίας’ και για την κοινωνική αποδοχή και την κοινωνική και οικονομική επιτυχία των μεταναστών (David Goodhart, ο.π.).
Πώς μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να ισχυρίζονται ότι διαφέρουν από την εμπειρία της ιστορικής μετανάστευσης, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου η ομπρέλα της αμερικανικής (πολιτικο-πολιτισμικής) ταυτότητας αποτελεί προαπαιτούμενο για επιτυχή ενσωμάτωση κι όπου ο πατριωτισμός παράγει την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου διαμέσου της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς;
Ιδωμένη έτσι, η έννοια της εθνικής ταυτότητας ως υποκατάστατο της πολυπολιτισμικότητας, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα και λύση. Είναι ένας επικίνδυνος όρος στην κλειστή, ξενοφοβική, εθνοκεντρική εκδοχή του, αλλά στην ανοιχτή, ανεκτική εκδοχή- όπως η ολλανδική- μπορεί να προωθήσει μια υπερεθνική κοινότητα, αλληλεγγύη και κοινωνική, ανεξαρτήτως χρώματος, συνοχή.
Η μετανάστευση πολύ ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, όπως στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο, είναι βασική για μια δημιουργική οικονομία όπως η ολλανδική, αλλά για να έχει (πάλι) μια ευρεία δημόσια υποστήριξη πρέπει να γίνουμε, πράγματι, σαφείς για το τι είναι και τι δεν είναι η ενσωμάτωση – για τα όρια, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ‘υπηκοότητας του συμπολίτη’ και η διαδικασία να συντονιστεί με αυτό που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της χώρας υποδοχής θεωρεί δίκαιο, πολιτισμένο και λογικό.
Ο τελικός στόχος μπορεί κάλλιστα να είναι η ‘αφομοίωση με διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας’ – ‘μετανάστες μικτής εθνικότητας’, που λέει ο λόγος, όπως δείχνει η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Με την ευκαιρία, αυτό είναι πολύ ευκολότερο στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την ταυτότητα-ομπρέλα της ‘βρετανικότητας’ που έχει να κάνει τόσο με την Κοινοπολιτεία όσο και με τον αγγλόφωνο κόσμο, παρά σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία ή η Γερμανία! (Stephen Howe, ‘Britishness and Multiculturalism’ στο The Challenge of Diversity)
Η Ολλανδία είναι υποχρεωμένη λόγω της ιστορίας της (Ολοκαύτωμα, απαρτχάιντ) να είναι μια ανοιχτή, κοσμοπολίτικη, μη –φυλετική κοινωνία- κατά προτίμηση, όμως χωρίς να βασίζεται σε κλειστές εθνικές παραδοσιακές κοινότητες, αλλά στην ατομική υπηκοότητα, που δεν λαμβάνει υπόψη την εθνότητα και τη θρησκεία.
Υπάρχει μια μη-φυλετική αντίληψη της εθνικής ταυτότητας στην Ολλανδία- οι Αφρο-Ολλανδοί από τις πρώην αποικίες (Σουριναμέζοι, Αντιλλέζοι) είναι, συνήθως, καλά ενσωματωμένοι.
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα με τον πληθυσμό του ενός εκατομμυρίου Μουσουλμάνων, κυρίως Μαροκινών και Τούρκων, η πλήρης ενσωμάτωση των οποίων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί- κυρίως λόγω της βασιζόμενης στο γάμο μετανάστευσης και τη δημιουργία οικογένειας.
Οι ομάδες αυτές προέρχονται συχνά από παραδοσιακές αγροτικές περιοχές με ευρύ πολιτιστικό και θρησκευτικό χάσμα ανάμεσα σε αυτές και την προοδευτική-φιλελεύθερη κουλτούρα της Ολλανδίας (οι έρευνες δείχνουν ότι ξενοφοβικά συναισθήματα στην Ολλανδία έχουν οι ανώτερης μόρφωσης γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι, που φοβούνται την έλλειψη ανεκτικότητας και τις διακρίσεις των μουσουλμάνων μεταναστών).
Η πολυπολιτισμότητα μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ιδεολογία του διαχωρισμού.
Αυτό έχει να κάνει με το καίριο πρόβλημα ότι ο πολυπολιτισμικός διαχωρισμός μέσω της συλλογικής διαμόρφωσης ομάδων με βάση εθνικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά βρίσκεται σε αντίθεση με το πρότυπο μιας δυτικής, χειραφετημένης, εξατομικευμένης κοινωνίας, όπου τα άτομα δεν ‘επικαλύπτονται’ αιωνίως από τις εθνικές και πολιτισμικές παραδοσιακές κοινότητες.
Ένα από τα κυριότερα πεδία μάχης μεταξύ δυτικής και μη δυτικής κουλτούρας, η σύγκρουση ανάμεσα στην εξατομίκευση και την παραδοσιακή συλλογικότητα, δεν αντιμετωπίζεται σωστά, για να το πούμε με επιείκεια, με την έννοια της πολυπολιτισμικότητας.
Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι, όσον αφορά στις τελικές συνέπειες της, η ιδεολογία του απαρτχάιντ;
Επιπλέον, εάν ο πολυπολιτισμικός διαχωρισμός, σε πείσμα των θεωριών, καταλήγει πρακτικά σε γκέττο των στερημένων, αυτό πρέπει να είναι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ένα απαράδεκτο πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό σκάνδαλο, που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Σε αυτό το κείμενο εξέτασα την αμηχανία και τη λαϊκή καχυποψία, με ειδική αναφορά στο θέμα της απειλούμενης εθνικής ταυτότητας.
Σχετικά με το θέμα της εθνικής ταυτότητας, κινήθηκα σε σαθρό έδαφος, σίγουρα σε ό, τι αφορά στους προοδευτικούς της κεντροαριστεράς που προτιμούν, οι περισσότεροι, να ακούν μια μετα-εθνική κοσμοπολίτικη και λακωνική πολυπολιτισμική μελωδία.
Μιλάμε για εθνική ταυτότητα με την ευρεία έννοια της, γιατί μοιάζει τυπικά ευρωπαϊκό ότι είναι ακριβώς το κοινωνικό πρότυπο του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και η κοινωνική οικονομία της αγοράς που διαμορφώνουν ουσιαστικό μέρος της θετικής εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους διάφοροι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί.
Η αμηχανία συναντιέται στην αντίληψη της απειλής και υπονόμευσης των εθνικών χαρακτηριστικών μέσω διαδικασιών διεθνοποίησης: από τη μια πλευρά, η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών όπως και των κεφαλαιαγορών και η φαινομενικά χωρίς όρια ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Και, από την άλλη πλευρά, μια μετανάστευση που μοιάζει ανεξέλεγκτη και η ανάπτυξη πολυεθνικών κοινωνιών με προβλήματα ενσωμάτωσης, διαχωρισμού και πολυπολιτισμικής ‘σύγχυσης’.
Οι έρευνες δείχνουν ότι η μετανάστευση, εκτός από την περίπτωση της Βρετανίας μέχρι το 2005, είναι, από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα, το πιο σημαντικό και πολωτικό ζήτημα. Σε ορισμένες χώρες με έντονο ευρωσκεπτικισμό (Ελβετία, Βρετανία και, τελευταία, Ολλανδία), το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελεί επίσης μέρος της νέας πολιτικο-πολιτισμικής διαμάχης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, αυτή η πολιτισμική διάσταση έχει γίνει η πρωταρχική βάση πάνω στην οποία τα νέα κόμματα ή τα καθιερωμένα μετασχηματισμένα κόμματα επιχειρούν να κινητοποιήσουν το εκλογικό τους σώμα.
Σε αντίθεση με το ευαγγέλιο των διαφόρων υπερμοντέρνων ειδημόνων που υπερασπίζονται την αυτό-κατάργηση του κράτους-έθνους σε όφελος νέων περιφερειακών κέντρων εξουσίας, ασταθή και αποδιοργανωμένα υπόγεια ρεύματα στην ευρωπαϊκή κοινωνία απαιτούν σύνεση σε όποια εκσυγχρονιστικά ή νεωτεριστικά σχέδια.
Απαιτούν επίσης αποκατάσταση και επιστροφή στο κράτος-έθνος ως φόρουμ για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών και ως πηγή κοινωνικής συνοχής μεταξύ των λιγότερο και των καλύτερα μορφωμένων, μεταξύ των μεταναστών και του γηγενούς πληθυσμού.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών και πολιτών θα πρέπει να γίνει σε εθνικό επίπεδο, καθώς και η δημιουργία μιας αρμονικής πολύ-εθνικής κοινωνίας.
Η Ευρώπη πρέπει να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία και όχι να την εμποδίζει.
Με άλλα λόγια, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο και μια αρμονική πολύ-εθνική κοινωνία βρίσκονται στο κράτος-έθνος.
ΠΗΓΗ: ''Re-public.gr''
Στη διαδικασία μεταρρύθμισης και προσαρμογής στη νέα παγκόσμια τάξη, συνέβη μια θεμελιακή κατάρρευση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στις ελίτ και τον γενικό πληθυσμό, που δημιουργεί ένα απότομο σχίσμα μεταξύ νικητών και ηττημένων του νέου εκσυγχρονισμού, ένα σχίσμα μεταξύ αισιόδοξων και απαισιόδοξων για το μέλλον.
Μια νέα διαχωριστική γραμμή διαγράφεται μεταξύ δυο ομάδων: εκείνων που αγκαλιάζουν το μέλλον και εκείνων που φοβούνται το μέλλον, των ανθρώπων που πιστεύουν ότι ο νέος κόσμος δεν επιφυλάσσει τίποτα καλό γι’ αυτούς και νιώθουν προδομένοι από την ‘πολιτική ελίτ’.
Αυτό αφορά τόσο ένα πολιτισμικο-πολιτικό σχίσμα όσο και μια κοινωνικο-οικονομική ταξική διαίρεση.
Στα δεξιά, αυτή η νέα διαχωριστική γραμμή δημιουργεί εύφορο έδαφος για δεξιά, λαϊκίστικα κόμματα, που είναι εναντίον των μεταναστών. Στα αριστερά, αποτελεί τη βάση για πιο παραδοσιακά ή αριστερά λαϊκίστικα κόμματα.
Επιπλέον, τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα υπαρξιακό ζήτημα, καθώς και οι δυο αυτές τάσεις υπάρχουν στο εκλογικό τους σώμα.
Η διαδικασία οικονομικού και πολιτισμικού εκσυγχρονισμού καταλήγει σε μια νέα κοινωνική πόλωση μεταξύ νικητών και ηττημένων.
Οι μεγάλες οικονομικές αλλαγές, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση και τις νέες τεχνολογίες, δεν έχουν την ίδια επίδραση σε όλους.
Αντίθετα, καταλήγουν στην αναδιανομή των ευκαιριών συμμετοχής και υπάρχουν επιτυχίες και απώλειες για τους διάφορους συμμετέχοντες.
Το επίπεδο της εκπαίδευσης, ειδικότερα, προκαθορίζει τις ευκαιρίες ζωής των ατόμων, την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική και τους δημόσιους θεσμούς και τις μελλοντικές προσδοκίες τους.
Είναι βαθιά η πεποίθησή μου ότι οι προοδευτικοί έχουν καθήκον, μακροπρόθεσμα, να οικοδομήσουν μια μεγαλύτερη συλλογικότητα, εμποτισμένη από κοινωνική αλληλεγγύη και κοινούς στόχους και μέθοδο.
Αυτή η αλληλεγγύη και η αίσθηση των ανθρώπων ότι ανήκουν κάπου, αυτή η γέφυρα μεταξύ πολιτισμών και εθνικών ομάδων, δεν πρέπει να προωθείται στο όνομα της ξεπερασμένης και αφελούς πολιτικής ορθότητας, αλλά επειδή αποτελεί τον μόνο τρόπο για να διατηρηθεί κάποια μορφή πρόνοιας.
Η ιστορική αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας είναι να επανεκκινήσει τη διαδικασία χειραφέτησης. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Το τίμημα γι’ αυτά τα ευγενικά ιδεώδη και φιλοδοξίες είναι η εγκατάλειψη της έννοιας της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Είναι μια σκληρή επιλογή, αλλά νομίζω ότι η έννοια της πολυπολιτισμικότητας έχει προκαλέσει πολλά δεινά και σύγχυση, τόσο στους μετανάστες όσο και στους πολίτες των χωρών υποδοχής- όπως, ειδικότερα, στην περίπτωση της Ολλανδίας.
Το πρόγραμμα για την ‘επένδυση στη χειραφέτηση’, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, έχει σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης μόνο εάν υπάρξει μια βασική ‘ανταλλαγή’ μεταξύ μεταναστών και ντόπιων- πλήρης και έντιμος προσανατολισμός προς τη χώρα υποδοχής από τους μετανάστες, από τη μια πλευρά, και αποδοχή ενός πολυεθνικού και πολυθρησκευτικού μέλλοντος από τη χώρα υποδοχής. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, αντιτίθενται οι περισσότεροι υπέρμαχοι της πολυπολιτισμικότητας.
Συνεπώς, στη μετά το Fortuyn Ολλανδία, σημειώνεται μια ριζική αλλαγή τακτικής, από την επιδοτούμενη πολυπολιτισμικότητα στην υποχρεωτική ενσωμάτωση και τα μέτρα για ‘υπηκοότητα’ (γλώσσα και στοιχειώδη πολιτισμική εκπαίδευση), με αναδρομική ισχύ για τους ‘παλαιότερους’- μετανάστες της πρώτης γενιάς που ζουν εδώ πολύ καιρό (René Cuperus, ‘From Polder Model to Postmodern Populism. Five Explanations for the ‘’Fortuyn Revolt’’ στο The Challenge of Diversity).
Σύμφωνα με τις ενδείξεις, θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη ενσωμάτωση και υποχρεωτική συνύπαρξη των ντόπιων με τους μετανάστες μόνιμους κατοίκους.
Τα πρότυπα διαχωρισμού στην εκπαίδευση (η Ολλανδία εφαρμόζει παραδοσιακά τη θρησκευτική εκπαίδευση και συνεπώς έχει ισλαμικά σχολεία), στη στέγαση και τις κοινωνικές επαφές προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία σε περιοχές όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ποσοστά ανεργίας κάτω του μέσου όρου, απουσίες από τα σχολεία και εγκληματικότητα.
Οι στατιστικές αυτές δημιουργούν ακόμη περισσότερη ένταση μεταξύ αλληλεγγύης και διαφορετικότητας και στη θεωρία αποτελούν απειλή για τη βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού πρότυπου του κράτους πρόνοιας, με την ευαίσθητη ισορροπία του ανάμεσα στην οριζόντια και την κάθετη αλληλεγγύη.
Ακόμη κι η ισλαμική φονταμενταλιστική τρομοκρατία μπορεί να έχει μια παράλογη θετική παρενέργεια:
ότι για λόγους κρατικής ασφάλειας και ασφάλειας των πολιτών, υπάρχουν αυξανόμενες εκκλήσεις για αμοιβαία προσέγγιση και συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων των μεταναστών και του γηγενούς πληθυσμού.
Εν συντομία, είναι όλο και πιο επείγον να υπάρξει μια επίθεση κατά του διαχωρισμού, κατά της συμβίωσης πλάτη με πλάτη, κατά των χωριστών παράλληλων κοινωνιών, αφήνοντας ακέραιη την ‘πολυπολιτισμική κοινωνία’ στην ιδιωτική σφαίρα (όσο είναι συμβατή με τους νόμους της συνταγματικής φιλελεύθερης δημοκρατίας), αλλά αναζητώντας επειγόντως τρόπους να συνδυαστεί η εθνική και πολιτισμική διαφορετικότητα με μια κοινή εθνική ταυτότητα.
Το μεγαλύτερο ερώτημα σε ολόκληρη τη σημερινή Ευρώπη είναι πώς μπορούν οι πλειοψηφίες να εκφράζουν τις τοπικές και εθνικές τους ταυτότητες χωρίς να αποξενώνουν τις μειοψηφίες;
Πώς μπορούν οι ‘απέξω’ να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους, χωρίς να κάνουν τους ‘μέσα’ να νιώθουν ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι; (David Goodhart, ‘Britain’s Glue’, στο The New Egalitarism. σ. 170)
Υπάρχει μια αυξανόμενη ανάγκη για μια ενοποιητική, γεφυροποιό εθνική ταυτότητα, για ένα μεγαλύτερο ‘Εμείς’.
Αυτό απαιτείται για τον ‘καθησυχασμό της πλειοψηφίας’ και για την κοινωνική αποδοχή και την κοινωνική και οικονομική επιτυχία των μεταναστών (David Goodhart, ο.π.).
Πώς μπορούν οι ευρωπαϊκές χώρες να ισχυρίζονται ότι διαφέρουν από την εμπειρία της ιστορικής μετανάστευσης, όπως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, όπου η ομπρέλα της αμερικανικής (πολιτικο-πολιτισμικής) ταυτότητας αποτελεί προαπαιτούμενο για επιτυχή ενσωμάτωση κι όπου ο πατριωτισμός παράγει την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου διαμέσου της εθνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς;
Ιδωμένη έτσι, η έννοια της εθνικής ταυτότητας ως υποκατάστατο της πολυπολιτισμικότητας, μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα και λύση. Είναι ένας επικίνδυνος όρος στην κλειστή, ξενοφοβική, εθνοκεντρική εκδοχή του, αλλά στην ανοιχτή, ανεκτική εκδοχή- όπως η ολλανδική- μπορεί να προωθήσει μια υπερεθνική κοινότητα, αλληλεγγύη και κοινωνική, ανεξαρτήτως χρώματος, συνοχή.
Η μετανάστευση πολύ ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, όπως στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο, είναι βασική για μια δημιουργική οικονομία όπως η ολλανδική, αλλά για να έχει (πάλι) μια ευρεία δημόσια υποστήριξη πρέπει να γίνουμε, πράγματι, σαφείς για το τι είναι και τι δεν είναι η ενσωμάτωση – για τα όρια, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ‘υπηκοότητας του συμπολίτη’ και η διαδικασία να συντονιστεί με αυτό που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών της χώρας υποδοχής θεωρεί δίκαιο, πολιτισμένο και λογικό.
Ο τελικός στόχος μπορεί κάλλιστα να είναι η ‘αφομοίωση με διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας’ – ‘μετανάστες μικτής εθνικότητας’, που λέει ο λόγος, όπως δείχνει η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Με την ευκαιρία, αυτό είναι πολύ ευκολότερο στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την ταυτότητα-ομπρέλα της ‘βρετανικότητας’ που έχει να κάνει τόσο με την Κοινοπολιτεία όσο και με τον αγγλόφωνο κόσμο, παρά σε χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία ή η Γερμανία! (Stephen Howe, ‘Britishness and Multiculturalism’ στο The Challenge of Diversity)
Η Ολλανδία είναι υποχρεωμένη λόγω της ιστορίας της (Ολοκαύτωμα, απαρτχάιντ) να είναι μια ανοιχτή, κοσμοπολίτικη, μη –φυλετική κοινωνία- κατά προτίμηση, όμως χωρίς να βασίζεται σε κλειστές εθνικές παραδοσιακές κοινότητες, αλλά στην ατομική υπηκοότητα, που δεν λαμβάνει υπόψη την εθνότητα και τη θρησκεία.
Υπάρχει μια μη-φυλετική αντίληψη της εθνικής ταυτότητας στην Ολλανδία- οι Αφρο-Ολλανδοί από τις πρώην αποικίες (Σουριναμέζοι, Αντιλλέζοι) είναι, συνήθως, καλά ενσωματωμένοι.
Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα με τον πληθυσμό του ενός εκατομμυρίου Μουσουλμάνων, κυρίως Μαροκινών και Τούρκων, η πλήρης ενσωμάτωση των οποίων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί- κυρίως λόγω της βασιζόμενης στο γάμο μετανάστευσης και τη δημιουργία οικογένειας.
Οι ομάδες αυτές προέρχονται συχνά από παραδοσιακές αγροτικές περιοχές με ευρύ πολιτιστικό και θρησκευτικό χάσμα ανάμεσα σε αυτές και την προοδευτική-φιλελεύθερη κουλτούρα της Ολλανδίας (οι έρευνες δείχνουν ότι ξενοφοβικά συναισθήματα στην Ολλανδία έχουν οι ανώτερης μόρφωσης γυναίκες και οι ομοφυλόφιλοι, που φοβούνται την έλλειψη ανεκτικότητας και τις διακρίσεις των μουσουλμάνων μεταναστών).
Η πολυπολιτισμότητα μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και ιδεολογία του διαχωρισμού.
Αυτό έχει να κάνει με το καίριο πρόβλημα ότι ο πολυπολιτισμικός διαχωρισμός μέσω της συλλογικής διαμόρφωσης ομάδων με βάση εθνικά, πολιτιστικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά βρίσκεται σε αντίθεση με το πρότυπο μιας δυτικής, χειραφετημένης, εξατομικευμένης κοινωνίας, όπου τα άτομα δεν ‘επικαλύπτονται’ αιωνίως από τις εθνικές και πολιτισμικές παραδοσιακές κοινότητες.
Ένα από τα κυριότερα πεδία μάχης μεταξύ δυτικής και μη δυτικής κουλτούρας, η σύγκρουση ανάμεσα στην εξατομίκευση και την παραδοσιακή συλλογικότητα, δεν αντιμετωπίζεται σωστά, για να το πούμε με επιείκεια, με την έννοια της πολυπολιτισμικότητας.
Η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι, όσον αφορά στις τελικές συνέπειες της, η ιδεολογία του απαρτχάιντ;
Επιπλέον, εάν ο πολυπολιτισμικός διαχωρισμός, σε πείσμα των θεωριών, καταλήγει πρακτικά σε γκέττο των στερημένων, αυτό πρέπει να είναι για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ένα απαράδεκτο πολιτισμικό και κοινωνικο-οικονομικό σκάνδαλο, που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.
Σε αυτό το κείμενο εξέτασα την αμηχανία και τη λαϊκή καχυποψία, με ειδική αναφορά στο θέμα της απειλούμενης εθνικής ταυτότητας.
Σχετικά με το θέμα της εθνικής ταυτότητας, κινήθηκα σε σαθρό έδαφος, σίγουρα σε ό, τι αφορά στους προοδευτικούς της κεντροαριστεράς που προτιμούν, οι περισσότεροι, να ακούν μια μετα-εθνική κοσμοπολίτικη και λακωνική πολυπολιτισμική μελωδία.
Μιλάμε για εθνική ταυτότητα με την ευρεία έννοια της, γιατί μοιάζει τυπικά ευρωπαϊκό ότι είναι ακριβώς το κοινωνικό πρότυπο του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας και η κοινωνική οικονομία της αγοράς που διαμορφώνουν ουσιαστικό μέρος της θετικής εικόνας που έχουν για τον εαυτό τους διάφοροι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί.
Η αμηχανία συναντιέται στην αντίληψη της απειλής και υπονόμευσης των εθνικών χαρακτηριστικών μέσω διαδικασιών διεθνοποίησης: από τη μια πλευρά, η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών όπως και των κεφαλαιαγορών και η φαινομενικά χωρίς όρια ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Και, από την άλλη πλευρά, μια μετανάστευση που μοιάζει ανεξέλεγκτη και η ανάπτυξη πολυεθνικών κοινωνιών με προβλήματα ενσωμάτωσης, διαχωρισμού και πολυπολιτισμικής ‘σύγχυσης’.
Οι έρευνες δείχνουν ότι η μετανάστευση, εκτός από την περίπτωση της Βρετανίας μέχρι το 2005, είναι, από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα, το πιο σημαντικό και πολωτικό ζήτημα. Σε ορισμένες χώρες με έντονο ευρωσκεπτικισμό (Ελβετία, Βρετανία και, τελευταία, Ολλανδία), το θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτελεί επίσης μέρος της νέας πολιτικο-πολιτισμικής διαμάχης. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, αυτή η πολιτισμική διάσταση έχει γίνει η πρωταρχική βάση πάνω στην οποία τα νέα κόμματα ή τα καθιερωμένα μετασχηματισμένα κόμματα επιχειρούν να κινητοποιήσουν το εκλογικό τους σώμα.
Σε αντίθεση με το ευαγγέλιο των διαφόρων υπερμοντέρνων ειδημόνων που υπερασπίζονται την αυτό-κατάργηση του κράτους-έθνους σε όφελος νέων περιφερειακών κέντρων εξουσίας, ασταθή και αποδιοργανωμένα υπόγεια ρεύματα στην ευρωπαϊκή κοινωνία απαιτούν σύνεση σε όποια εκσυγχρονιστικά ή νεωτεριστικά σχέδια.
Απαιτούν επίσης αποκατάσταση και επιστροφή στο κράτος-έθνος ως φόρουμ για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών και ως πηγή κοινωνικής συνοχής μεταξύ των λιγότερο και των καλύτερα μορφωμένων, μεταξύ των μεταναστών και του γηγενούς πληθυσμού.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικών και πολιτών θα πρέπει να γίνει σε εθνικό επίπεδο, καθώς και η δημιουργία μιας αρμονικής πολύ-εθνικής κοινωνίας.
Η Ευρώπη πρέπει να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία και όχι να την εμποδίζει.
Με άλλα λόγια, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο και μια αρμονική πολύ-εθνική κοινωνία βρίσκονται στο κράτος-έθνος.
ΠΗΓΗ: ''Re-public.gr''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου