Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Ελληνισμός και Ορθοδοξία: επαναπροσδιορισμός μιας σχέσης στον 21ο αιώνα


    Η επανάληψη εστί μήτηρ πάσης μαθήσεως, έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. 
Το θέμα που θα συζητήσουμε είναι πλήρως εξαντλημένο – ή μήπως όχι; 
Πάντως είναι σίγουρα ξεχασμένο, όπως άλλωστε είναι και όλα τα εθνικοπατριωτικά και ελληνορθόδοξα κηρύγματα του παρελθόντος. 
Ο καιρός όμως καθιστά επιτακτική την ανάγκη να θυμηθούμε, να επαναλάβουμε και να επανευαγγελίσουμε την χειμαζόμενη ελληνική κοινωνία.
    Ο ελληνισμός, αποδεδειγμένα, δεν υπάρχει χωρίς ορθοδοξία. Γιατί όμως είναι επίκαιρο αυτό το θέμα; 
 
Είναι άκρως επίκαιρο στα πλαίσια, πρώτον της γενικότερης συζήτησης και αναζήτησης που λαμβάνει χώρα στις μέρες μας για τα αίτια της οικονομικής, της κοινωνικής, της πνευματικής και ηθικής κρίσης που διανύουμε. 
 
Δεύτερον, η επιβίωση του ελληνισμού είναι το μείζον πρόβλημα το οποίο αναδεικνύεται εκ νέου, ζέον και αδήριτο πλέον όσο ποτέ άλλοτε, την στιγμή που γινόμαστε μάρτυρες ενός, ιστορικά, πρωτοφανούς είδους ασιατικής και ισλαμικής εισβολής στην πατρίδα μας. 
Ενός, επίσης, αδιάντροπου εκβιασμού της ελληνικής κοινής γνώμης ώστε να ανεχθεί και να επιτρέψει την εγκατάσταση παρανόμων εισβολέων στην χώρα μας εις βάρος των ελλήνων πολιτών και της επιβολής της ισλαμικής θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας εις βάρος της ελληνικής. Οι θιασώτες αυτής της αντιδημοκρατικής προσπάθειας επικαλούνται την αρχή της ανεξιθρησκείας στην χώρα μας.
 

Νομική κατοχύρωση ή υπαρξιακή αναγκαιότητα;
    Το ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας ως την επίσημη και επικρατούσα θρησκεία στην χώρα μας. 
 
Στην Ελλάδα δηλαδή, δεν υπάρχει ανεξιθρησκεία, αλλά υπάρχει επίσημα αναγνωρισμένη επικρατούσα θρησκεία. Αυτό δεν είναι απλώς ένα νομικά κατοχυρωμένο καθεστώς, ούτε βασίζεται αποκλειστικά στο ποσοστό του ορθόδοξου χριστιανικού θρησκεύματος στον ελληνικό πληθυσμό.
 
Αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων ιστορίας του ελληνισμού και του πολιτισμού του και η ελληνο-ορθοδοξία έχει εμπεδωθεί στο διάβα των αιώνων ως αδιάσπαστη υπαρξιακή οντότητα.

Οι αυτοκράτορες που ακολουθούν την νέα ελληνοχριστιανική «μόδα».
    Η ανεξιθρησκεία, η οποία δεν αναγνωρίζει κανένα επίσημο επικρατών θρήσκευμα, εφευρέθη ως αρχή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και θεσπίστηκε από τον ίδιο με το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ.. Όμως όχι πολύ αργότερα, κατά το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ., ο Μέγας Θεοδόσιος με την πολιτική που ακολούθησε κατέστησε τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι δυο αυτοκράτορες, όμως, δεν ενέργησαν, αυθαίρετα και σε αντίθεση με την τότε επικρατούσα κοινή γνώμη. 
 
Κάθε άλλο μάλιστα, ο μεν Μέγας Κωνσταντίνος αφουγκράστηκε και ακολούθησε το γενικευμένο και δυνατό ρεύμα, που πλέον καθιέρωνε τον Χριστιανισμό ως την επικρατούσα θρησκεία της αυτοκρατορίας. 
 
Το ίδιο και ο Μέγας Θεοδόσιος, παρόλο που όντως ευνόησε τον χριστιανισμό επιβάλλοντας περιοριστικούς νόμους για τις ειδωλολατρικές θρησκείες, το έπραξε με καθαρά πολιτικά κριτήρια, ανταποκρινόμενος στο γεγονός ότι πλέον οι χριστιανοί κάτοικοι της αυτοκρατορίας πλειοψηφούσαν έναντι των ειδωλολατρών. 
 
Γενικά ο Μέγας Θεοδόσιος προσπάθησε να εμποδίσει τους βίαιους διωγμούς εναντίον ειδωλολατρών και είχε απαγορεύσει τις καταστροφές ειδωλολατρικών ναών. 
 
Επομένως, δεν τίθεται σε καμμία περίπτωση θέμα βάναυσης καταδίωξης και κατάπνιξης της αρχαίας ελληνικής θρησκείας από τους Μέγα Κωνσταντίνο και Μέγα Θεοδόσιο.
 
    Τέλος, η ανεξιθρησκεία του Μεγάλου Κωνσταντίνου αποτελούσε ένα καθεστώς όπου οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας ήταν ελεύθεροι να κάνουν μια αναζήτηση ανάμεσα στην μυριάδα θρησκευμάτων που κυκλοφορούσαν στην τότε οικουμένη. 
 
Επομένως, η επικράτηση του χριστιανισμού επήλθε ειρηνικά και φυσικώ τω τρόπω, δεν επιβλήθηκε βιαίως από καμιά πολιτική εξουσία.

Από την Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας προήλθαν οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθοδοξίας.
    Οι Έλληνες, όμως, από την μεριά τους βρίσκονταν σε στάδιο θρησκευτικής αναζήτησης από πολύ νωρίτερα. Αυτό αποδεικνύεται από την αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων και τον περίφημο βωμό στον «άγνωστο θεό» που βρήκε ο Απόστολος Παύλος όταν έφθασε στην αρχαία Αθήνα. 
 
Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν, μέχρι και τον 4ο αιώνα μ.Χ., στον χώρο της ελληνικής οικουμένης αυτή η αναζήτηση ολοκληρώθηκε μέσα από την ελληνική φιλοσοφία, η οποία συνδέθηκε άρρηκτα με την χριστιανική διδασκαλία και θεολογία. Με άλλα λόγια, όταν το 313 μ.Χ. θεσπιζόταν η ανεξιθρησκεία και μερικές δεκαετίες αργότερα η πλήρης επικράτηση του χριστιανισμού στην αυτοκρατορία, ο ελληνικός κόσμος είχε ήδη ολοκληρώσει την φιλοσοφική και θεολογική του αναζήτηση και είχε κατά πλειοψηφία ασπαστεί τον χριστιανισμό, τον οποίο και έμελλε να αναδείξει μέσω της θεολογίας των μεγάλων Πατέρων. Να σημειώσουμε λοιπόν, για να είμαστε σωστοί και δίκαιοι με την ιστορία της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία μόνο με τον χριστιανισμό κάνει "χημεία", "δένει", ταιριάζει απόλυτα και αλληλοσυμπληρώνεται ανεπανάληπτα. Είναι, άλλωστε, απολύτως ορθή η άποψη που έχει διατυπωθεί, ότι η ορθοδοξία είναι ουσιαστικά μια ελληνική «ερμηνεία» του χριστιανισμού. Υπήρξε όντως διαφωνία στην τότε ελληνική ακαδημαϊκή και φιλοσοφική κοινότητα, όμως το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης ήταν μακράν υπέρ του χριστιανισμού. 
 
Καθώς ενώ αρκετοί έλληνες φιλόσοφοι έγιναν χριστιανοί επίσκοποι και θεολόγοι κάποιοι άλλοι εχθρεύθηκαν την νέα θρησκεία και νοστάλγησαν την αναβίωση της αρχαίας και επί Ιουλιανού του Παραβάτη προσπάθησαν να επικρατήσουν. Όμως «είχε ήδη μπει αρκετό νερό στο αυλάκι» και είτε λόγω ιστορικών συγκυριών, είτε λόγω θείας βουλής και επέμβασης η πολιτική του Ιουλιανού απέτυχε παταγωδώς. 
 

Η ταύτιση Ρωμηοσύνης και Ορθοδοξίας
    Από την στιγμή που ο Ιουλιανός ξεψυχώντας αναφώνησε το «νενίκηκάς με Ναζωραίε», μέχρι την άλωση της Πόλης το 1453, επίσημη και μοναδική θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του ελληνισμού ήταν ο χριστιανισμός.
 
Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι έννοιες γκιαούρης και ρωμηός, δηλαδή άπιστος χριστιανός και ρωμαίος πολίτης της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας, ταυτίστηκαν απόλυτα. Ο μιλέτ-μπασης, ορθόδοξος Οικουμενικός Πατριάρχης κατέστη εκ των πραγμάτων ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης των υπόδουλων ελλήνων. 
 
Όταν οι αγωνιστές του ’21 συνέτασσαν το πρώτο ελληνικό σύνταγμα στη Επίδαυρο, ήταν εντελώς φυσικό να προσδιορίσουν ως επικρατούσα θρησκεία του έθνους των Ελλήνων, την της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Το «θρήσκευμα» είναι απλώς ένα στοιχείο συνταγματικού δικαίου και… (άλλοτε) αστυνομικής ταυτότητας;
    Έτσι φτάνουμε στις μέρες μας. 
Η συνταγματική διάταξη δεν έχει αλλάξει και ο λόγος που υπάρχει, καθίσταται σαφές από τα παραπάνω ότι, είναι ιστορικός και βαθειά ριζωμένος στον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση. 
 
Δεδομένου, λοιπόν, ότι η αρχαία Ελλάδα δεν καταργήθηκε ούτε εξοντώθηκε από τον χριστιανισμό, απεναντίας δε, ενστερνίστηκε την θρησκεία αυτή και την επένδυσε με την φιλοσοφία της, την τέχνη της και την αρχιτεκτονική της, είναι αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι ο ελληνισμός στο πέρασμα των αιώνων δεν έχει υπάρξει και δεν μπορεί να υπάρξει με κανέναν άλλον τρόπο παρά μόνο χριστιανικά. 
 
    Η σημερινή κυβέρνηση έχει ξεκάθαρο σκοπό να επιβάλει την αθεΐα ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ταυτόχρονα υποστηρίζει και υποθάλπει την όλη παράνομη και εκβιαστική προσπάθεια της ασιατικής και ισλαμικής εισβολής και εγκατάστασης στην χώρα μας. 
 
Επικρατεί δε και υποστηρίζεται σθεναρά, στην σύγχρονη Ελλάδα, η άποψη ότι ο χριστιανισμός και η ορθόδοξη εκκλησία πρέπει να εξοβελισθούν από το ελληνικό κράτος.
 
Είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν ότι Ελλάδα και ελληνικός πολιτισμός μπορούν και πρέπει να συνεχισθούν και να επιβιώσουν υπό ένα καθεστώς αθεΐας και υπό την αναγκαστική συνύπαρξη με ισλαμικούς πληθυσμούς και ισλαμικά πολιτιστικά στοιχεία.
 
Να τους θεωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους αφελείς; Να τους χαρακτηρίσουμε απλά ανιστόρητους; Να τους θεωρήσουμε προδότες του ελληνισμού;
 
   Το μόνο που οπωσδήποτε οφείλουμε να κάνουμε είναι να συνεχίσουμε το εθνικοπατριωτικό μας κήρυγμα, να συνεχίσουμε την παράδοση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού με κάθε δυνατό μέσο, με όσο σθένος και πάθος μας έχει απομείνει.

Γιάννης Δανδουλάκης
υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) πολιτικής επιστήμης και διεθνών σχέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: